Vice Squad

Βιογραφικό

Υπήρχε τελικά ζωή και μουσική στο Bristol πριν από τους Portishead; Στη σειρά πανκ βιογραφιών που επιμελείται ο Μίλτος Τσίπτσιος προστίθενται οι Vice Squad και η "σερσέ λα φαμ" ιστορία τους

Vice SquadΩς και τα μέσα των seventies το Bristol δεν είχε να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό στον βρετανικό rock’n’roll χάρτη. Κρυμμένο στα νοτιοδυτικά της χώρας, κρατούσε μια μάλλον παθητική στάση, τηρώντας περισσότερο τις παραδοσιακές αξίες μιας Αγγλικής επαρχιακής πόλης, παρά μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Ακόμη και όταν το punk είχε αγκαλιάσει σχεδόν κάθε γωνιά της βρετανικής επικράτειας, το μοναδικό συγκρότημα που ας πούμε «εξήγαγε» το Bristol ήταν οι Cortinas και από κει και πέρα το χάος. Ακόμη και οι X-Certs που θεωρητικά κρατούσαν τα ηνία ως το μεγάλο τοπικό συγκρότημα και θα μπορούσαν να εξελιχτούν σε πρωτοπόρους της δεύτερης γενιάς, έμεινα τελικά στάσιμοι, χαμένοι στη λησμονιά της ιστορίας.

Αυτή τη μουντή και συνάμα θλιβερή πραγματικότητα ήλθαν να αλλάξουν με την οντότητά τους οι Vice Squad, οι οποίοι κυριολεκτικά έθεσαν το πρώτο λιθαράκι στο να μπει η πόλη στο μουσικό τοπίο και να μεγαλουργήσει, όχι μόνο στον χώρο του punk rock αλλά και σε πολλά άλλα παρεμφερή είδη, δημιουργώντας μάλιστα σχολή αργότερα στον τραχύ, γρήγορο και επιθετικό ήχο.

Όλα ξεκίνησαν λίγο μετά τα μέσα των 70s. Δύο παιδικοί φίλοι, οι Shane Baldwin και Dave Bateman, περνούσαν αδιάφορα τον χρόνο τους ακούγοντας Slade και Sweet, όταν δεν ακολουθούσαν την μεγάλη τους αγάπη, την ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης, την Bristol City. Τότε ήταν που κατά τύχη άκουσαν το Got Save The Queen και ήλθαν τα πάνω κάτω στη ζωή τους. Έκατσε και η συναυλία των Jam στο Bristol τον Δεκέμβριο του 1977, δίδοντας τους το έναυσμα και την οριστική ώθηση για να φτιάξουν τη δική τους μπάντα.

Φτιάχνουν τους Spam, τους αργότερα μετονομαζόμενους TV Brakes και αρχίζουν και γρατζουνάν νότες από Sham 69, Lurkers, φυσικά Cortinas, αλλά και τους ήρωές τους Sex Pistols. Ο χρόνος όμως των TV Brakes τελείωσε νωρίς, πάνω που άρχιζε να ωριμάζει η σκέψη των δύο φίλων για κάτι πιο σοβαρό, πιο συνεπές και μόνιμο. Ένας φίλος του Bateman ονόματι Mark Hambly θα είναι το νέο μέλος στο υποτυπώδες νέο σχήμα, ενώ μέσω της μοναδικής απάντησης σε δισκάδικο της περιοχής, τα φωνητικά αναλαμβάνει η Rebecca Bond η οποία από εδώ και μπρος θα ονομάζεται Beki Bondage. Το όνομα Vice Squad θα δοθεί από μία φίλη της Beki, και την άνοιξη του 1979 το γκρουπ θα είναι έτοιμο να ξεκινήσει πρόβες στο υπόγειο του σπιτιού του Bateman.

Last RockersΗ πρώτη συναυλία των Vice Squad θα γίνει στη γενέτειρά τους σε μία κατά τύχη εμφάνιση, ουσιαστικά αντικατάσταση της τελευταίας στιγμής, καθώς ο John Cooper Clark που κανονικά έπρεπε να εμφανιστεί είχε χαθεί κάπου στην ενδοχώρα. Η εμφάνισή τους ως support στους Damned τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, τους δίνει την ευκαιρία να συμμετάσχουν στην συλλογή Avon Calling – The Bristol Compilation της τοπικής Heartbeat Records. Η συλλογή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στον υπότιτλό της, περιλάμβανε συγκροτήματα του Bristol τα οποία τότε άρχιζαν δειλά – δειλά να κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Μεταξύ άλλων στο δίσκο υπήρχαν οι μετέπειτα σημαντικοί Glaxo Babies, οι περισσότερο ηλεκτρονικοί Europians και φυσικά οι X-Certs σαν το μεγάλο όνομα της πόλης. Οι Vice Squad εμφανίζονται με το τραγούδι Nothing, ένα δείγμα για το που κινείται μουσικά το συγκρότημα. Απλό, σχεδόν απλοϊκό punk rock περιορισμένων δυνατοτήτων, που αν έχει να επιδείξει κάτι, αυτό ήταν τα ιδιαίτερα γυναικεία φωνητικά της Beki.  Πάντως, ένας από τους λίγους που εκτίμησε το Nothing ήταν ο John Peel, ο οποίος το τίμησε δεόντως παίζοντας το αρκετές φορές στο διάσημο πρόγραμμά του.

Αρκετό καιρό μετά, το γκρουπ φτιάχνει ένα demo το οποίο και παρουσιάζει στον ιδιοκτήτη της Heartbeat Records Simon Edwards. Αυτός με τη σειρά του το προτείνει στην Cherry Red, η οποία όμως δείχνει να μην ενδιαφέρεται. Τότε γκρουπ και Edwards κάνουν μία ιδιότυπη συνεργασία, σύμφωνα με την οποία ο μεν Edwards θα τους κυκλοφορούσε ένα single με την προϋπόθεση το γκρουπ να αναλάβει τα κόστη από τα στούντιο. Η εταιρία που θα δημιουργούνταν από το πρότζεκτ αυτό θα ανήκε και στις δύο πλευρές. Αυτή ονομάστηκε Riot City, όνομα εμπνευσμένο από τις καθημερινές ταραχές οι οποίες γίνονταν σε όλη την επικράτεια λόγω της ανέχειας και των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν τον καιρό εκείνο, μια εταιρία η οποία με το πέρασμα των ετών έγινε μία από τις σπουδαιότερες του χώρου, κυκλοφορώντας μερικούς σπουδαίους δίσκους από συγκροτήματα όπως οι Abrasive Wheels, Chaos U.K., Chaotic Dischord, και Varukers μεταξύ άλλων.

Το σιγκλάκι κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1981και περιελάμβανε τα Last Rockers, Living On Dreams και Latex Love. Και αν για τα δύο τελευταία δεν υπάρχουν και πολλά να ειπωθούν, για το Last Rockers ότι και να ειπωθεί είναι λίγο. Εκπληκτικό σε έμπνευση και απόδοση, από ένα σχεδόν ερασιτεχνικό συγκρότημα, με χαρακτηριστικές αυξομειώσεις στο ρυθμό του, βαθιά πολιτικοποιημένο και αρκετά επαναστατικό, έγινε τραγούδι-έμβλημα στην εποχή του, κλασικό με την πάροδο των χρόνων, ένα μεγαλειώδες τραγούδι το οποίο φυσικά το γκρουπ δεν μπόρεσε να επαναλάβει. Απρόσμενα για ντεμπούτο, δικαιότατα όμως, το σιγκλάκι θα πουλήσει πάνω από 22000 αντίτυπα φτάνοντας στο νούμερο εφτά του indie chart της Αγγλίας, ενώ το Last Rockers θα είναι αυτό που θα ανοίξει το πρώτο Punk And Disorderly και θα εκπροσωπήσει το γκρουπ και στο Burning Ambitions (A History Of Punk).

ResurrectionΜόλις πέντε μήνες μετά, οι Vice Squad θα βγάλουν και το δεύτερό τους single. Αυτό θα είναι το Resurrection/Young Blood, Humane, ένα σιγκλάκι που αρχίζει και καθορίζει τον χώρο που θα κινείται το γκρουπ. Πέρα από τον ρυθμό τριών ακόρντων, τα συνεπή γυρίσματα και την πανκίστικη γρηγοράδα, αρχίζουν πλέον και εμφανίζονται και οι πρώτες στιχουργικές τοποθετήσεις οι οποίες ξεκινούν από την εναντίωσή τους στην άσκοπη και τυφλή βία, και φτάνουν ως την ευαισθησία της Beki για τα δικαιώματα των ζώων, όντας vegetarian η ίδια. Το Resurrection EP θα τα πάει ακόμη καλύτερα από τον προκάτοχό του φτάνοντας στο νούμερο τέσσερα του indie chart, θα μπει στο επόμενο Punk And Disorderly (Further Charges), ενώ το γκρουπ θα λάβει και την πρώτη από τις δύο συνολικά προσκλήσεις από τον John Peel για την διάσημη εκπομπή του.

Έτσι τον Ιούνιο του 1981 θα βρεθούν στα στούντιο του BBC, εκεί όπου θα παίξουν τα Coward, It’s A Sell Out, 1981, καθώς και τη διασκευή τους στο The Times They Are A-Changin’ του Bob Dylan. Τα δύο πρώτα συμπεριλήφθηκαν και στη συλλογή της Riot City με τον τίτλο Riotous Assembly.

Βλέποντας αυτή την απότομη και αναπάντεχη επιτυχία, το γκρουπ μπαίνει σε ένα δίλημμα το οποίο θα καθόριζε τη μετέπειτα συνέχειά του. Υπήρχαν δύο εναλλακτικές. Ή θα έμεναν στη Riot City και θα συνέχιζαν με περιορισμένους πόρους και αβέβαιο μέλλον, ή θα πήγαιναν σε κάποια πολυεθνική η οποία ναι μεν θα τους έδινε κάποιες προοπτικές, από την άλλη όμως θα έρχονταν αντιμέτωποι με τους ιδεολογικούς τους προσανατολισμούς, αλλά και τις κατηγορίες των οπαδών τους για ξεπούλημα και όλα τα συναφή. Μετά από αρκετές διεργασίες και σκέψεις, αποφάσισαν με βαριά καρδιά τη λύση της πολυεθνικής και υπέγραψαν συμβόλαιο με την EMI που τότε είχε δημιουργήσει ένα, ας το πούμε punk, παράρτημα την Zonophone, και είχε στην αγκαλιά της μερικά ακόμη punk rock συγκροτήματα όπως οι Angelic Upstarts και οι Cockney Rejects. Η συμφωνία τελικά αποδείχτηκε συμφέρουσα για το γκρουπ (και από χρηματικής άποψης), καθώς η εταιρία δεν θα ανακατεύονταν καθόλου στα πόδια τους και επιπλέον θα είχαν το δικαίωμα να βάζουν και το logo της Riot City στους δίσκους τους κάτι που είχαν κάνει στο παρελθόν και οι Stiff Little Fingers με την Chrysalis.

Έτσι με δύο καλά σιγκλάκια στο ενεργητικό τους αλλά και με τις πλάτες ενός γίγαντα στη δισκογραφία, αποφασίζουν πως ήλθε η ώρα για τον πρώτο τους μεγάλο δίσκο. Θα είναι το αγωνιωδώς αναμενόμενο No Cause For Concern, το οποίο τελικά αποδείχτηκε ένα απλά καλό punk rock άλμπουμ που ποτέ δεν έφτασε σε υψηλά στάνταρ και απείχε παρασάγγας από το να δικαιώσει τις όποιες προσδοκίες. Επιθετική και γρήγορη μουσική τριών ακόρντων από τα αγόρια χωρίς κάτι το ιδιαίτερα ενδιαφέρων, με αναλαμπή την ιδιαίτερη αλλά ακόμη άγουρη φωνή της Beki. Μια Beki η οποία αγκομαχά να ακουστεί, όντας άπειρη ακόμη, με φωνητικά που ακροβατούν κάπου ανάμεσα στη Siouxsie και την Pauline Murray. Άθλια η παραγωγή, σε ένα δίσκο του οποίου η μουσική ταυτότητα περνάει από το dial house και καταλήγει στην Oi πλευρά του punk. Στα θετικά σημεία του δίσκου η χαοτική τους διασκευή στο τραγούδι του Bob Dylan The Times They Are A Changin’, όπως φυσικά και η παρουσία του μεγάλου τους χιτ Last Rockers το οποίο κλείνει τον δίσκο. Παρά τις όποιες αδυναμίες του, το No Cause For Concern φτάνει μία ανάσα από το μεγάλης σημασίας τοπ τριάντα του επίσημου Αγγλικού τσαρτ, μένοντας στην αξιοπρεπή τριακοστή δεύτερη θέση.

No Cause For ConcernΤα πράγματα για τους Vice Squad συνέχιζαν να πηγαίνουν περίφημα καθώς το φθινόπωρο του 1981 συνοδεύουν τους UK Subs στην περιοδεία τους για την προώθηση του Endangered Species, αμέσως μετά ήταν support στους Anti - Pasti και την περίφημη Six Guns Tour τους, ενώ για πρώτη φορά έκαναν και τη δική τους βρετανική περιοδεία ονόματι The Absolute Disaster Tour η οποία κατέληξε στις αρχές του 1982 σε ένα τριήμερο στην Ολλανδία.

Πίσω στην πατρίδα, η Beki αρχίζει και γίνεται πόλος έλξης για κάθε λογής μανατζαρέους και ιμπρεσάριους οι οποίοι στο πρόσωπο (και το κορμί) της βλέπουν το νέο “pin up girl” του punk rock. Οι συνεντεύξεις και τα εξώφυλλα στα περιοδικά γίνονται ρουτίνα για την ίδια, η οποία δείχνει να αρέσκεται στο να προβάλει τον εαυτό της αλλά και τις ιδεολογικές της αναζητήσεις. Δισκογραφικά, η Riot City βγάζει μαζεμένα τα δύο σινγκλάκια του γκρουπ σε δωδεκάιντση μορφή, ενώ σαν δώρο και μόνο για το fun club του συγκροτήματος, προσφέρεται ένα flexi disc με τα Evil, Living Our Dreams, Resurrection και Still Dying. Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάνουμε στην επόμενη κυκλοφορία των Vice Squad η οποία θα είναι το single Out Of Reach με το ομώνυμο και τα (So) What For The Eighties? και Sterile, με εμφανή τα σημάδια βελτίωσης στα φωνητικά της Beki, αλλά πολύ περισσότερο στη στιχουργική πλοκή των τραγουδιών. Αν και για μία ακόμη φορά η σχέση τους με το στούντιο δεν τους βοήθησε να βγάλουν καλό ήχο, το σινγκλάκι έκανε ρεκόρ πωλήσεων φτάνοντας μάλιστα στο νούμερο εξήντα οχτώ του επίσημου τοπ της Αγγλίας. Από εδώ αρχίζει και διαφαίνεται και θα ξεκαθαρίσει ακόμη περισσότερο στη συνέχεια η ηγετική μορφή της Beki η οποία αφήνει τα αγόρια να ακολουθούν από απόσταση σε ένα “one woman show”.

Για τον επόμενό τους δίσκο οι Vice Squad έπρεπε να μπουν στο στούντιο πιο προετοιμασμένοι, πιο έτοιμοι και με περισσότερο επαγγελματισμό. Ή θα γίνονταν η διαφορά, ή θα έμεναν στην ιστορία ως ακόμη ένα punk rock γκρουπ το οποίο με εξ’ ολοκλήρου δικό του φταίξιμο θα έμενε ένα απλό πυροτέχνημα. Τελικά το στοίχημα κερδήθηκε. Το δεύτερο LP Stand Strong Stand Proud βγήκε με καλύτερο ήχο, καλύτερη παραγωγή, πιο προσεγμένες συνθέσεις, περισσότερο δουλεμένες. Τα φωνητικά της Beki ξεκάθαρα και αιθέρια πλησιάζουν όλο και περισσότερο σε αυτά της Siouxsie, ενώ τα παιξίματα των αγοριών συνδυάζουν άρτια την punk αισθητική με την ποπ ευαισθησία. Έτσι βλέπουμε πως σε πολλά σημεία η ενέργεια και η επιθετικότητα περισσεύουν, ενώ άλλες φορές η μελωδικότητα και η στιχουργική δυναμική είναι σε πρώτο πλάνο. Και εδώ υπάρχει μία διασκευή, αυτή τη φορά στο Saviour Machine του David Bowie. Συνολικά το Stand Strong Stand Proud αν και δεν έχει ένα Last Rockers, είναι καλύτερο του προκάτοχού του και καθιερώνει πλέον το γκρουπ σαν ένα από τα μεγαλύτερα του δεύτερου κύματος του punk rock.

Stand Strong Stand ProudΑπό τον δίσκο διαλέχτηκαν δύο τραγούδια, το Stand Strong Stand Proud σαν το δυνατό χαρτί και το Rock N Roll Massacre σαν το καλύτερο, και μαζί με δύο νέα τα Tomorrow’s Soldier και Darkest Hour κυκλοφόρησαν σε σινγκλάκι υπό τον τίτλο Stand Strong Stand Proud το οποίο έγινε και “single of the week” αντιπροσωπεύοντας το γκρουπ μαζί με μία μικρή συνέντευξη της Beki στο ντοκιμαντέρ UK/DK.

Τον Απρίλιο του 1982 το γκρουπ προσκαλείται για μία ακόμη φορά από τον John Peel για ένα session στην εκπομπή του, και αυτό ανταποκρινόμενο θα παίξει εκεί τα Humane, Propaganda, No Right To Reply και Sterile.

Παράλληλα με τις μουσικές τους υποχρεώσεις, οι Vice Squad είχαν και μία δισκογραφική να τρέξουν. Και όπως προαναφέρθηκε, η Riot City άρχισε δειλά – δειλά να ανδρώνεται και να βγάζει σιγά – σιγά δισκάκια από γκρουπ τα οποία έμελλε να γίνουν ονομαστά στο χώρο του βρετανικού punk, όπως οι Abrasive Wheels, οι Chaos U.K. και οι Varukers. Υπήρχε και ένα συγκρότημα το οποίο ηχογραφούσε για την Riot City και κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια τους. Ονομάζονταν Chaotic Dischord και τα μέλη του το μόνο που φανέρωναν ήταν ψευδώνυμα τύπου Ampex, Evo – Stix, Pox και Rancid. Νόημα μηδέν. Όταν αποκαλύφτηκε πως το γκρουπ ήταν ουσιαστικά μία φάρσα την οποία έκαναν οι δύο Vice Squad, Baldwin και Bateman στον συνέταιρο της Riot City τον Edwards μαζί με δύο roadies τους, ήταν αργά, καθώς οι Chaotic Dischord έγιναν το γκρουπ με τις περισσότερες πωλήσεις για την Riot City. Κάτι παραπλήσιο συνέβη και με τους Sex Aids (εκτός από την εμπορική επιτυχία) οι οποίοι ουσιαστικά ήταν οι Chaotic Dischord με άλλο όνομα.

Τον Αύγουστο του 1982 οι Vice Squad αναχωρούν για περιοδεία σε Αμερική και Καναδά ξεκινώντας από Λος Άντζελες, διασχίζοντας κατά μήκος τις δύο χώρες και καταλήγοντας στη Νέα Υόρκη. Σε αυτή την πέντε εβδομάδων περιοδεία, είχαν την ευκαιρία να παίξουν με τα μεγαλύτερα ονόματα της Αμερικάνικης punk rock σκηνής, όπως με τους Black Flag και τους Bad Brains, ενώ ως εκ παραδρομής δεν τους βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ Another State Of Mine των Social Distortion και Youth Brigade, καθώς σε πολλές στιγμές αυτού του τουρ ήταν support των δύο παραπάνω.

State Of The NationΞανά πίσω στην πατρίδα με νέο single το State Of The Nation. Αυτό περιέχει τρία τραγούδια, τα Citizen, Scarred For Life και Faceless Men, τα οποία είναι μεν δυναμικά και ευχάριστα στο άκουσμα, αλλά δεν έχουν να προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο στη συνολική ιστορία του γκρουπ.

Μετά την περιοδεία για την προώθηση του State Of The Nation, η Beki μετακομίζει στο Λονδίνο και απ’ ότι φαίνεται χωρίς προοπτική να επιστρέψει πίσω. Η αναπάντεχη φυγή της συνέπεσε με τα σχέδια των υπολοίπων του γκρουπ για τρίτο δίσκο, ενώ είχε γίνει και μία μικρή προεργασία με την παρουσία της. Η αταλάντευτη όμως απόφαση της να μείνει στην αρχική της απόφαση, την έθεσε οριστικά εκτός γκρουπ, παρόλο που και τα χρήματα που θα αποκόμιζε από την EMI βάσει συμβολαίου θα ήταν πραγματικά πολλά.

Οι υπόλοιποι μη θέλοντας να διαλύσουν και θεωρώντας πως είχαν πολλά να δώσουν ακόμη στον χώρο, βγαίνουν και πάλι στη γύρα αναζητώντας νέα τραγουδίστρια. Μετά από πραγματικά πολλές ακροάσεις τη θέση της Beki (και το ειδικό βάρος αυτής), καταλαμβάνει η Julia (Jools) “Lia” Rumbelow που η μέχρι τότε πορεία της στη μουσική ήταν ένα σινγκλάκι που έβγαλε με τους electro - pop Affairs Of The Heart.

Τα άσχημα νέα όμως έρχονται από την EMI η οποία θεωρώντας πως Vice Squad ίσον Beki, τους αποδεσμεύει, αφήνοντάς τους ξεκρέμαστους να ψάχνουν δισκογραφική στέγη. Στρέφονται στην Cherry Red Records και στο punk παρακλάδι της Anagram, που τους κυκλοφορεί το single Black Sheep/New Blood, που στη (αχρείαστη) δωδεκάιντση έκδοσή του, προσθέτει ένα ακόμη τραγούδι, το The Pledge. Κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1983 και η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να συμπέσει χρονικά με την κυκλοφορία του πρώτου single των Ligotage, του νέου γκρουπ της Beki, με την πλάστιγγα όμως να γέρνει σαφώς προς την μεριά των Vice Squad. Εδώ εκτός από τη Lia, ένας παλιόφιλος έρχεται να προστεθεί πλέον ως επίσημο μέλος στην κιθάρα. Είναι ο Mark Byrne, ο γνωστός από τους Chaotic Dischord “ Sooty”, ο οποίος έτσι κι αλλιώς συνυπήρχε με το γκρουπ κάτω από διάφορες ειδικότητες, όπως roadie, μηχανικός ήχου και παραγωγός. Οι δύο νέοι αναλαμβάνουν και τα ηνία του γκρουπ, καθώς συνθέτουν και τραγουδούν και προκαταβάλουν για τον επερχόμενο νέο ήχο του γκρουπ ο οποίος θα κινείται πλέον σε πιο στάνταρ rock ρυθμούς. Αρκετά καλό ποιοτικά το σινγκλάκι, κάνει αξιοσέβαστες πωλήσεις οι οποίες το φέρνουν στο νούμερο δεκατρία στα indie. Το ίδιο ικανοποιητικό, αν και απαρατήρητο από τον πολύ κόσμο, είναι και το επόμενο single Youll Never Know/Whats Going On, το οποίο εν αντιθέσει με το προηγούμενο, η αξία του έγκειται στη δωδεκάιντση μορφή του η οποία έρχεται με το The Times They Are Changin’ του Dylan σε μία άκρως ενδιαφέρουσα punk rock διασκευή. Εδώ αρχίζει και παρατηρείται μία αμερικανοποίηση του ήχου του γκρουπ, η οποία θα ολοκληρωθεί με την κυκλοφορία του τρίτου τους και τελευταίου του άλμπουμ Shot Away.

Beki BondageΤο Shot Away θα συμπέσει με την αποχώρηση του Mark Hambly, ο οποίος θα πάει στους Crazy Trains, ενώ στη θέση του θα έρθει ο Jon Chilcott από το ίδιο γκρουπ σε μία σπάνια και αμοιβαία ανταλλαγή. Η πρώτη συμμετοχή όμως του Chilcott δεν θα γίνει με τους Vice Squad, αλλά θα εντρυφήσει στην κλίκα παίζοντας πρώτα στο δήθεν Live των Chaotic Dischord, Live In New York, για να πάρει το βάφτισμα του πυρός στο Shot Away λίγο καιρό μετά.

Ο δίσκος θα βγει τον Αύγουστο του 1984 και αυτός στην Anagram, και ακούγοντας τον, διαπιστώνεται ολοκάθαρα η αλλαγή του ήχου. Είναι συνθετικά πιο πολύπλοκος των προκατόχων του, σε αρκετά σημεία φτάνει στο σημείο να γίνεται ατμοσφαιρικός, γενικά κινείται σε χαμηλές στροφές και κρατάει αποστάσεις από το σκληροτράχηλο και πολλές φορές μονότονο punk rock του παρελθόντος, ηχώντας περίπου σαν να βγήκε από μία power new wave αμερικάνικη μπάντα. Και αν τα κιθαριστικά περάσματα του Sooty ευθύνονται κάπως για τα παραπάνω, τα φωνητικά της Lia ευθύνονται σε πολλαπλάσιο βαθμό. Από εκεί που είχαμε τους ανεπιτήδευτους λαρυγγισμούς της Beki, φτάνουμε στη σεμνή και με συλλογική ευθύνη Lia να προσεγγίζει τα τραγούδια με ένα στυλ το οποίο θυμίζει άλλες φορές την Blondie στην γλυκύτητα της και άλλες φορές να φοράει τον μανδύα μιας αγριεμένης Joan Jett. Το συνολικό αποτέλεσμα του Shot Away αφήνει θετικές εντυπώσεις, οι οποίες όμως δεν ευοδώθηκαν εμπορικά. Το φάντασμα της Beki θα ήταν πάντα μπροστά τους και η Lia όσο καλή και να ήταν στον ρόλο της δεν θα μπορούσε ποτέ να μπει στα παπούτσια της. Έτσι, μετά το single Teenage Rampage/High Spirit, οι Vice Squad διαλύονται τον Δεκέμβριο του 1984 με τους Bateman, Baldwin και Chilcott να συνεχίζουν για λίγο ως Sweet Revenge χωρίς να προσφέρουν κάτι το ενδιαφέρον.

Τέσσερα χρόνια μετά τη διάλυση των Vice Squad, η Link Records κυκλοφορεί το LP Live And Loud από την περιπετειώδη συναυλία του γκρουπ στην Γιουτζίν του Όρεγκον, ενώ όσον αφορά τις διάφορες συλλογές, ημιτελές είναι το Last Rockers – The Singles από την Abstract του 1991, καθώς αγνοεί την περίοδο του γκρουπ με τη Lia, ολοκληρωμένο όμως είναι το The Complete Punk Singles Collection της Anagram που περιέχει όλα τα τραγούδια από όλα τα σινγκλάκια τα οποία έβγαλε το γκρουπ μέχρι το τέλος της ύπαρξής του. Για τους ακόμη πιο φανατικούς του γκρουπ, υπάρχουν τα The BBC Sessions από τις επισκέψεις των Vice Squad στα φημισμένα Λονδρέζικα στούντιο, όπως και το The Rarities που περιλαμβάνει σπάνιες ηχογραφήσεις οι οποίες ξεκινούν από εποχή TV Brakes και την πρώτη συναυλία των Vice Squad, και φτάνουν ως τις μέρες των Sweet Revenge.

Δυστυχώς τον Δεκέμβριο του 2007 ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης του γκρουπ Dave Bateman πεθαίνει στην Ισπανία από τραύματα στο κεφάλι τα οποία προήλθαν από πέσιμο σε γλιστερό δρόμο, ενώ η μοίρα θα είναι για μία ακόμη φορά σκληρή με μέλος του γκρουπ μερικά χρόνια αργότερα, καθώς ο Jon Chilcott θα βρεθεί κρεμασμένος τον Φεβρουάριο του 2011.

Το 1998 η Beki θα πάρει τα δικαιώματα του ονόματος και των συνθέσεων των Vice Squad από τους υπόλοιπους οι οποίοι είχαν πλέον αποτραβηχτεί από τη μουσική. Ουσιαστικά θα μετονομάσει τους Bombshells με τους οποίους έπαιζε εκείνο τον καιρό σε Vice Squad, και από τότε μέχρι και σήμερα θα περιοδεύει ανά τον κόσμο (κάνοντας μία στάση και στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 2005), και θα κυκλοφορήσει μερικούς δίσκους, οι οποίοι ναι μεν δεν έχουν την ενέργεια και την σπιρτάδα των πρώτων ημερών, μερικοί εξ’ αυτών όμως στέκονται αξιοπρεπώς, χωρίς να αμαυρώνουν το καλό όνομα των πρώτων Vice Squad.