Η μουσική των οπισθίων
Μέσα στο πλήθος των επιθέτων που επιστρατεύουν συνήθως οι μουσικογράφοντες στην (μάταιη;) προσπάθεια τους να μεταφέρουν την ακουστική εμπειρία σε λέξεις, υπάρχουν ουκ ολίγα με σαφή αρνητική φόρτιση. Το ενδιαφέρον είναι ότι μέσα σε αυτά συναντάμε και κάποια τα οποία εκ πρώτης όψεως δεν θα έπρεπε. Το πιο χαρακτηριστικό εξ αυτών είναι το "εγκεφαλικός", η αναφορά του οποίου σχεδόν παβλοφικά συμπαρασύρει και χαρακτηρισμούς ακόμη πιο εμφανώς αρνητικούς, όπως εστέτ, ελιτίστικος, διανοουμενίστικος. Ας αντισταθούμε στον πειρασμό να αναρωτηθούμε αν τούτο υπονοεί και την ύπαρξη του αντίθετου (ήτοι ..."ανεγκέφαλη" μουσική), αξίζει να παρατηρήσουμε όμως ότι μοιάζει λες και υπάρχει μια σιωπηρή σύμβαση ότι ο εγκέφαλος είναι ένα μάλλον ακατάλληλο όργανο για την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου μιας κάποιας αξίας ή αυθεντικότητας, σε σχέση με τα έργα τα οποία γράφονται π.χ. με τι; Με την καρδιά; Με το πολύτιμο συκώτι (τζιέρι που έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες); Με την σπλήνα; Ή ακόμη-ακόμη και με τον ...κώλο (με ωμέγα ασφαλώς ε;); Γιατί όχι, από φωνή ...κωλάρα, πόσες φορές δεν το έχουμε ακούσει αυτό το δηλητηριώδες (αν και εύστοχο συνήθως) σχόλιο; Αφήνοντας για αρχή στην άκρη αυτό το κάπως ...χασάπικο σκεπτικό της ανθρώπινης δημιουργικότητας και τον δυτικό, στενά δυιστικό διαχωρισμό πνεύματος-σώματος τον οποίο υποκρύπτει, ας θυμηθούμε τον σπουδαίο Clinton, όχι φυσικά τον Bill αλλά τον George, ο οποίος με τους Funkadelic συνένωσε αρμονικά πνευματικότητα και σωματικότητα στο μότο ενός ιστορικού δίσκου: "free your mind ... and your ass will follow".
Ένα αφιέρωμα λοιπόν σε ένα παρεξηγημένο(;) τμήμα της ανθρώπινης ανατομίας. Γιατί όχι; Το ευνοεί και η εποχή άλλωστε, καλοκαίρι γαρ, είναι η ώρα των "μπάνιων του λαού", και η ώρα να ξεχυθούν στις παραλίες κακόμοιροι ρεπόρτερζ έγκυρων καναλιών σε ρεπορτάζ κυριολεκτικά του κώλου για το λιμασμένο τηλεοπτικό κοινό, μπας και εστιάσουν σε καμιά καλλίπυγο νεαρά μετά ...κουραδοκόφτου (έτσι για να θυμηθούμε την αμίμητη απόδοση του string στα ελληνικά από Ηλία Πετρόπουλο). Προς Θεού όμως, κανένα ζουμ σε κανέναν αγχωμένο από την δίαιτα και την προσπάθεια να χωρέσει στο πρότυπο ομορφιάς του σύγχρονου δυτικού κόσμου πισινό. Κι ας τραγούδησαν κάποτε με οπερετική ευαισθησία οι Queen για τα "Fat bottomed girls" τα οποία "make the rockin' world go round".
Περί κώλου λοιπόν. Ή πισινού, έδρας, καπουλιών, οπισθίων, ποπού, κάποιου τέλος πάντων από τα πάρα πολλά ονόματα και παρωνύμια που του έχουν αποδοθεί. Και μπορεί από τότε που, όπως λέει το παραμύθι, η Εύα έφαγε το απαγορευμένο μήλο και ο άνθρωπος συνειδητοποίησε με ντροπή την γύμνια του, το συγκεκριμένο σημείο του σώματος να περιτυλίχτηκε σε πυκνά φυλλώματα ταμπού, η καλλιτεχνική έκφραση το απεικόνισε από τις πρώτες-πρώτες κιόλας χαμένες στην αχλή του χρόνου μέρες. Έτσι μπορούμε να διατρέξουμε αιώνες τέχνης ξεκινώντας από την περίφημη (και εννοείται) στρουμπουλή Αφροδίτη του Βίλλεντορφ και τους αρχαίους Έλληνες με τους κούρους και τις κόρες και τις αριστοτέλειες εμμονές για την τέλεια καμπυλότητα, περνώντας στην Αναγέννηση με μια πλειάδα ζωγράφων να αποτυπώνουν τα γυναικεία κυρίως οπίσθια σε όλη την ιδεατή λευκότητα και στρογγυλότητα τους, για να καταλήξουμε στον ασεβή και ιερόσυλο 20ο αιώνα, όπου κυριολεκτικά οι καλλιτέχνες ξεσάλωσαν και το δόγμα του σοκ κυριάρχησε σε τέτοιο σημείο ώστε κανείς πλέον να μην σοκάρεται από τίποτε. Έτσι σήμερα, έργα σαν του Marcel Duchamp (τον οποίο θα ξανασυναντήσουμε αναπόφευκτα παρακάτω), ο οποίος πήρε την Μόνα Λίζα, της ζωγράφισε ένα ...μουστάκι και ονόμασε τον νέο πίνακα "L.H.O.O.Q" (ήτοι γαλλιστί "elle a chaud au cul", ήτοι ελληνιστί "καίγεται πολύ εκεί εχμμ χαμηλά") μοιάζουν (και είναι) σχεδόν αθώα. Ή για να αρχίσουμε να πλησιάζουμε στον μουσικό χώρο, εκείνη η (τότε) πειραματική ταινία της Yoko Ono, με τον εύγλωττο τίτλο "Bottoms", η οποία για 90 λεπτά έδειχνε ανθρώπινους ποπούς εν κινήσει (η οποία φυσικά και έχει ηχογραφήσει κι ένα κομμάτι με τίτλο "Toilet piece", ένα "field recording" ενός Νιαγάρα σε λειτουργία!)
Τέτοιες (περίπου) κινήσεις των οπισθίων θα συναντήσουμε μάλιστα στην γένεση της ίδιας της ροκ μουσικής, τουλάχιστον όπως την θέλει η κατεστημένη ιστοριογραφία, η οποία αναφέρει διαρκώς την καταλυτική (έως και επαναστατική) επίδραση που είχε το κούνημα των γοφών (και μοιραία των γλουτών) του Elvis στην άκρως συντηρητική σε αυτά τα θέματα αμερικάνικη κοινωνία. Κάπου εδώ μάλιστα εδράζεται κι ένα ...προπατορικό παράδοξο του ροκ, η εγγενής του συντηρητικότητα η οποία συνδυάζεται αρμονικά(;) με μια συνήθως φαντασιακή ριζοσπαστικότητα, η πορεία του ίδιου του Elvis συνοψίζει την αντίφαση αυτή, ενός απίστευτα συντηρητικού ανθρώπου ο οποίος εν τούτοις απελευθέρωσε σχεδόν άθελα του καινά δαιμόνια που συντάραξαν τα θεμέλια ακόμη και των δικών του πιστεύω (και δεν αντιστέκομαι εδώ στον πειρασμό να μνημονεύσω και το πολύ μεταγενέστερο κομμάτι των έτσι κι αλλιώς σχετικών με το αφιέρωμα Butthole Surfers με τίτλο ... "The revenge of anus Presley").
Η σωματική διάσταση ήταν λοιπόν παρούσα στην ποπ μουσική εξαρχής. Κι έκτοτε ένα σωρό κόσμος ...το κούνησε, με ή χωρίς επιτυχία, στον ρυθμό κάθε είδους χορευτικής μουσικής (π.χ. από το μαύρο soulful "Shake your booty" των KC & the Sunshine Band μέχρι το βέλγικης σχολής εμμονοληπτικό ηλεκτρονικό beat των Erotic Dissidents στο "Move your ass and feel the beat"). Εν τούτοις τα είδη στα οποία ο κώλος τιμήθηκε σε όλο του το μεγαλείο και βάθος (και συνήθως μεγάλο μέγεθος) ήταν από την μία το r'n'b (όπως νοείται σήμερα τουλάχιστον) και φυσικά το χιπ-χοπ, στους αργούς παθιάρικους ρυθμούς τους κουνήθηκαν ένα σωρό οπίσθια, ων ουκ έστιν δε αριθμός των τραγουδιών που εστιάζουν στον ass, τον booty, τα buns, τα cheeks, και πάει λέγοντας για πολύ, πλούσια γαρ και τα ελέη της αγγλικής γλώσσας. Και όσο πιο πίσω στον χρόνο, τόσο πιο αθώα μοιάζουν τα πράγματα, ακόμη και το απαγορευμένο στον καιρό του από το MTV "Baby got back" (ή πιο αφοπλιστικά ειλικρινώς "I like big butts") του Sir Mix-a-Lot ή το "Big οle butt" του LL Cool J. Η απόσταση μέχρι το υπερ-καλτ βίντεο του Nelly για το "Tip drill", το οποίο κορυφώνεται σε μια σκηνή ανθολογίας όπου μια πιστωτική κάρτα εχμμ σκανάρεται στην οπίσθια σχισμή και ανταμείβεται άμεσα με ...twerking, είναι κάμποση. Στο ενδιάμεσο μπορεί να συναντήσουμε την αξιοσέβαστη κυρία Beyoncé, η οποία στα πρώτα της χορευτικά βήματα με τις άλλες Destiny's Child τραγουδούσε "Bootylicious", θα ήταν εννοείται παράλειψη μας η μη-αναφορά στην κυρία Jennifer Lopez (η οποία όπως λέει ο λίαν πιστευτός μύθος, έχει ασφαλίσει το συγκεκριμένο σημείο για αδρό ποσό, έχοντας φαίνεται ένα γνώθι σαυτόν για την συμβολή του στην καριέρα της), θα μπορούσαμε επίσης να παραθέσουμε ...ολόκληρη τη δισκογραφία της Nicki Minaj, αφήνοντας δε το γκλαμουράτο mainstream μπορεί να φτάσουμε μέχρι και τους σκληρά πολιτικοποιημένους Public Enemy ("Shake our booty").
Τούτη η εμμονή, σχεδόν καθήλωση στο ...κωλικό στάδιο, είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι εντοπίζεται κυρίως στις αμερικάνικες εκφάνσεις των ειδών αυτών. Δεν είναι εύκολη η εξήγηση τούτης της εστίασης των Αμερικανών σε αυτό το ανατομικό σημείο (αλλά και τα παράγωγά του, το αμερικάνικο χιούμορ παραπέμπει συχνά στις στερεές ή αέριες εκκρίσεις του, για θυμηθείτε πόσες και πόσες αμερικάνικες κωμωδίες δεν έχετε δει -ή αποφύγει- οι οποίες είναι γεμάτες με τέτοια αστειάκια και γκαγκ). Εν τούτοις η απάντηση (η οποία εκφεύγει των σκοπών του αλαφρού αυτού κειμένου) σίγουρα θα πρέπει να λάβει υπόψη της πέρα από μια σαφή σεξιστική συνιστώσα, και το γενικότερο πνεύμα του "αμερικάνικου ονείρου" και της κοινωνίας της επιτυχίας, όπου η άνοδος στην κλίμακα της σχετίζεται και με την εύκολη διαθεσιμότητα του γυναικείου σώματος (της bitch βασικά), αλλά και τις εγγεγραμμένες στον πυρήνα του αμερικάνικου πολιτισμού σκληροπυρηνικά προτεσταντικές και καταπιεστικά πουριτανικές καταβολές.
Κι αν κάποιος ήδη έχει στραβώσει τη μούρη για την φτηνή λαϊκή μουσική που ασχολείται με τέτοια χυδαία θέματα, και χωρίς να επικαλεστούμε την εκθεσιακά στερεότυπη ρήση του Μαβίλη περί χυδαίων ανθρώπων και λέξεων, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι τραγούδι για τον κώλο έχει γράψει ακόμη κι ένας υπεράνω πάσης υποψίας σαν τον Wolfgang τον Amadeus τον Mozart. Η γουστόζικη σύνθεση φέρει τον τίτλο "Leck mich im Arsch" (ήτοι, γλείψε μου τον ..., ή μεταφορικά/ιδιωματικά "δεν με παρατάς"), η οποία πάντως κυκλοφόρησε μετά θάνατον από την χήρα του την Κωνσταντία (και στην αρχή με άλλο, πιο σεμνό στίχο). Στην κλασική μουσική ενίοτε μπορείς να βρεις περισσότερο χιούμορ απ' όσο διαθέτουν πολλοί "ακροατές" της...
Απόν την άλλη ένας διαβολικά (κυριολεκτικά) σπουδαίος ζωγράφος σαν τον Ιερώνυμο Μπος δεν είχε κανένα πρόβλημα, σε έναν από τους πολλούς έτσι κι αλλιώς κώλους που έχει απαθανατίσει στον διαβόητο πίνακα του τον "Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων", να αποτυπώσει μερικές νότες. Πριν από λίγα χρόνια, μια μπλόγκερ με τον μεγεθυντικό φακό στο χέρι και μπόλικη επιμονή, τις εντόπισε. Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη, η σημειογραφία των καιρών εκείνων μεταγράφηκε (με κάμποση δόση φαντασίας) σε σημερινές νότες και το 27 δευτερολέπτων αποτέλεσμα βαφτίστηκε από άλλους "Butt music" και από άλλους "Sinner's hymn" και ακούγεται κάπως έτσι. Όχι κάτι σπουδαίο ε;
Ο κώλος ως σκοτεινό αντικείμενο του ερωτικού πόθου για κάθε φύλο, ως το πρώτο σημείο που κοιτάνε οι άντρες σε μια γυναίκα (αφού ασφαλώς πρώτα έχουν τσεκάρει το μυαλό και την προσωπικότητα της - πως το είχε γράψει ο Λένος Χρηστίδης; "Κοίταξα το πρόσωπό της. Είχε πάρα πολύ ωραίο κώλο"), ως έμπνευση μερακλίδικων ...βουτυράτων φαντασιώσεων (βλέπε "Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι", άκου "Wax my anus" - Chicks on Speed) και οπτασιών πρόθυμων γυναικείων "δαιμόνων" να λένε παθιάρικα "sodomizzami", όπως η Mariangela Melato στον Giancarlo Giannini στην ταινία "Η Κυρία και ο Ναύτης" (όπως μεταφράστηκε ελληνιστί το ανοικονόμητου ιταλικό "Travolti da un insolito destino nell'azzurro mare d'Agosto", ήτοι "Παρασυρμένοι από μια ασυνήθιστη μοίρα στην γαλάζια θάλασσα του Αυγούστου"), δεν θα μπορούσε να μην έχει αποτελέσει έμπνευση για αντίστοιχα κομμάτια. Από τις πρώτες καταγραφές στην ποπ ιστορία είναι το "Vicki Dougan" των φολκ Limeliters, αφιερωμένο σε ένα από τα γνωστά pin-up κορίτσια της εποχής (1961) και στα προσόντα του ("Vikki turn your back on me/Come on darlin' just for me/'Cause there is something so appealin'". Ακούγεται κι αυτό σχεδόν αθώο μπροστά π.χ. σε ένα σαφέστατο "Arschficken" του γνωστού και εξαιρετέου Foetus μαζί με ποια άλλη, το αρπακτικό Lydia Lunch (έχετε αλήθεια δει τις ταινίες της με τον Richard Kern;) Και ας μην ξανοιχτούμε στα χωράφια του industrial και στις harsh και agro εκδοχές του, όπου οι "φτου κακά" λέξεις fuck και ass πάνε κι έρχονται (τον Βέλγο neofolk κι εξαιρετικό τραγουδοποιό Kiss the Anus of A Black Cat που να τον χωρέσουμε σε αυτό το αφιέρωμα;)
Στα καθ' ημάς, και μολονότι στα ξένα το anal sex είναι λαϊκώς γνωστό ως "the greek way" (κάτι το οποίο δεν το έχουμε δεχτεί με την συνήθη εθνική υπερηφάνεια, καθώς εδώ το έχουμε βαφτίσει "οθωμανικό" θεωρώντας προφανώς ότι πρόκειται για μια συνήθεια που αρμόζει στην απολίτιστη Ανατολή και ουχί στην διαφωτισμένη Δύση) οι ..οπίσθιες αναφορές μπορεί να μην επισύρουν πλέον αυτεπάγγελτα τα μπιπ μπιπ της λογοκρισίας, μια αμηχανία πάντως την προκαλούν. Ακόμη κι όταν η λέξη "anal" ανοίγει πεδίον δόξης λαμπρό για λογοπαίγνια, όπως αυτό του πειραματιστή που λέγεται Anal Vissi (!) ή σε κομμάτια σαν την "Anal-γησία" της Πράσινης Λεσβίας (μαζί με την Another Dyke), ακόμη κι αν πρόκειται για την ενίοτε σκληρή σωματική ποιητική του The Boy (άκου π.χ. το "Απαιτώ") ή το αστικά στιγμιότυπα του Κτίρια τη Νύχτα ("Θέλω να σε δω γυμνή"). Μιλάμε άλλωστε για περιπτώσεις που λίγο ή πολύ δρουν στα πλαίσια μια περιθωριακής για τα ελληνικά δεδομένα κουλτούρας. Στις περιπτώσεις δε που το αντικείμενο του πόθου δεν χωράει στα εθνικώς και ορθοδόξως ηθικώς ορθά, η ταμπέλα trash και cult είναι έτοιμη προς άμεση επικόλληση (να θυμηθούμε εδώ το "Έλα πάρε από πίσω" της Καρλότας, από έναν δίσκο -"Ψυχογράφημα"/1994- ο οποίος είχε εν τούτοις ένα ενδιαφέρον). Διόλου περίεργα όλα αυτά, για μια βαθιά σεξιστική κοινωνία διαποτισμένη διακοινωνικά (και διακομματικά) από μια μάτσο κουλτούρα η οποία έχει συμβολοποιήσει το σεξ ως όπλο κυριαρχίας (ή υποταγής, ανάλογα με τη σκοπιά και την ...στάση) υποταγής στην αρρενωπότητα και την αντρίλα (πόσες φορές δεν διαβάσαμε π.χ. στα χρόνια των μνημονίων την έκφραση "κατεβάσαμε τα παντελόνια" και άλλες αναλόγου αισθητικής εκφράσεις, "στα τέσσερα" όπως έλεγε έλληνας ...καμμένος πολιτικός, λίγο πριν από την ...κωλοτούμπα;). Σε μια κοινωνία όπου ο (όχι πάντα) πάνσοφος λαός της λέει ότι τα αγαθά ...κώλοις κτώνται ("Κωλοέλληνες" που έλεγε και ο Σαββόπουλος, σε ένα από τα πιο αντιδραστικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας). Θέτοντας έτσι εν αμφιβόλω ακόμη και τα πιο αγνά συναισθήματα: "Μ’ αγαπάει; Μ’ αγαπάει πραγματικά; Μήπως τα κάνει όλα για να εκθέτει, για να εκθέτει στην γκαλερί μου; Μ’ αγαπάει; Θα καθίσει να την γαμήσω από τον κώλο;" (από τα "Ερωτήματα του Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ).
Αν πάντως όπως είδαμε ο κώλος έχει αποτελέσει έως και πρότυπο ομορφιάς στην ζωή και στην τέχνη, τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν και να μυρίζουν άσχημα αν αφήσουμε την επιφάνεια και ...μπούμε πιο βαθιά (θα πονέσει γιατρέ;). Ο οποίος γιατρός, αν τον ρωτήσετε, μπορεί να σας εξηγήσει ότι το περί ου ο λόγος έντερο είναι ένα εντελώς παρεξηγημένο όργανο, ότι ο ρόλος του είναι καθοριστικός και ότι αποτελεί ουσιαστικά τον δεύτερο "εγκέφαλο" του σώματος (κάτι που είχε καταλάβει και ο Αρκάς σε εκείνο το εξαιρετικό πεζό θεατρικό του "Εχθροί εξ αίματος"). Κυκλοφορεί μάλιστα κι ένα καλό βιβλίο της Giulia Enders με τίτλο "Η κρυφή γοητεία του εντέρου", για όσους θέλουν περισσότερες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Κατ' αναλογία λοιπόν με την "εγκεφαλική" μουσική, να υπάρχει άραγε και "εντερική" μουσική; "Εντερικό" πάντως καλοκαιράκι υπάρχει, αν θυμηθούμε το εξαιρετικό ...EBM κομμάτι των Τρωκτικών (και γιατί όχι, αν αναλογιστώ την προσωπική μου εμπειρία, όπου η οσφρητική μνήμη - δεν λένε ότι είναι η πιο δυνατή- μόλις έρθει σε επαφή με μυρωδιά εκκένωσης βόθρου με στέλνει κατευθείαν σε παιδικές διακοπές και αποπνικτικά καλοκαιρινά μεσημέρια στο αργολικό Τολό).
Ανέκαθεν πάντως, τα παράγωγα του εντέρου, τα προϊόντα των σπλάγχνων, τα περιττώματα (σε ομοιοκαταληξία με χαριττώματα κατά την λεξιπλαστική ικανότητα μακαρίτη Νίκου Αγγελή και των Χωρίς Περιδέραιο) έχουν ταυτιστεί με κάτι το αηδιαστικό, το σιχαμερό, το ρυπαρό, έτσι έχει προνοήσει γαρ η φύση για να προστατεύσει τον άνθρωπο από τα διατροφικά άχρηστα υπολείμματα του μεταβολισμού του, αυτού του ισοζυγίου ενέργειας που τον κρατάει μακριά από την ισορροπία που είναι θάνατος (η ζωή είναι εξ ορισμού ...ανισόρροπη). Τα τόσο χρήσιμα όμως για την διατήρηση του κύκλου της ζωής, μέσα από την σημερινή κοπριά άλλωστε θα ξεπεταχτούν τα αυριανά ρόδα. Μια δραματική συνάμα υπενθύμιση της χοϊκής θνητής φύσης του ανθρώπου. Αφοδεύω άρα υπάρχω.
Τα παλιά "καλά" χρόνια του ρομαντισμού, τότε που έννοιες όπως αποχέτευση, ΕΥΔΑΠ και ο "Αχόρταγος" ήταν άγνωστες ακόμη, η υπενθύμιση αυτή ήταν διαρκώς και πανταχού παρούσα. Αν κάποιος διακτινιζόταν στον 18ο αιώνα, ακόμη και στον παλάτι των Βερσαλλιών του Λουδοβίκου του 14ου, μάλλον πρώτα θα λιποθυμούσε από την μπόχα (υπάρχουν στα ιστορικά κιτάπια σπαρταριστές περιγραφές της καθημερινότητας από το παλάτι του Λουί, όπου ήταν ακριβοπληρωμένο προνόμιο και δείγμα μεγάλης εύνοιας να μπορούσες να βλέπεις τον βασιλιά κατά την ώρα της κενωτικής τελετουργίας. Εν τούτοις αυτός πέρασε στην ιστορία σαν Βασιλιάς-Ήλιος, όχι σαν εκείνον τον βυζαντινό αυτοκράτορα που επειδή μπήκε στο μάτι των εικονολατρών έμεινε στην ιστορία με την ρετσινιά του ...Κοπρώνυμου). Έκτοτε κύλησε πολλή ...λυματολάσπη στα αποχετευτικά χαντάκια του χρόνου, η σύγχρονη γενικά αποστειρωμένη από τα δυσάρεστα κοινωνία έχει φροντίσει για τον αποτελεσματικό αποκλεισμό από την καθημερινότητα κάθε είδους κάκοσμης έκκρισης. Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Γάλλου ψυχαναλυτή Dominique Laporte με τίτλο "History of Shit" το οποίο εξετάζει την καθοριστική κοινωνιολογική συμβολή της διαχείρισης των αποβλήτων σε κάθε πτυχή του ανθρώπινου πολιτισμού (και μετά μου κοροϊδεύατε στο αλήστου μνήμης σίριαλ "Κωνσταντίνου και Ελένης" την Κατακουζήνα και την ατελείωτη διατριβή του για το ...αποχετευτικό σύστημα του Βυζαντίου). Και φυσικά η τέχνη, σαν καθρέφτης της ζωής (ή μήπως ανάποδα;) δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Και πολύ πιο πέρα από μια αμφίβολη (αλλά ωραία) σύνδεση της λέξης "γούστο" (gustus στα λατινικά) με το έντερο (gut).
Ας πάμε για αρχή ένα νοερό ταξίδι στο Ρότερνταμ, στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του νεοπροτεσταντικού φιλελέ χιπστερισμού (για να συμπυκνώσω αφοριστικά την εντύπωση που μου άφησε η πόλη). Το πιο γνωστό μουσείο της, το Bojimans van Beuninen, διαθέτει μια αξιοσέβαστη συλλογή από πίνακες ευρωπαίων ζωγράφων, με ένα εύρος το οποίο πιάνει από το κλασικά του 16ου αιώνα μέχρι τα σημερινά "μα είναι αυτό ζωγραφική;", σχεδόν από κάθε γνωστό ζωγράφο έχει και 1-2 δείγματα, βγαίνοντας από εκεί έχεις έτσι μια καλή επισκόπηση αιώνων ευρωπαϊκής τέχνης. Στο διάστημα από 19/05 μέχρι 12/08 του 2018 (ίσα που προλαβαίνετε!), φιλοξένησε στον τελευταίο του όροφο μια περιοδική έκθεση της ομάδας Gelatin με τίτλο "Vorm-Fellows-Attitude" (η οποία ομάδα κατά τα λεγόμενά της δρα "στα όρια της γλυπτικής, της ζωγραφικής και της ροκ μουσικής"). Περνώντας τον διάδρομο ο οποίος οδηγεί στα ενδότερά της, στέκεσαι και διαβάζεις το κόνσεπτ της έκθεσης, το οποίο συμπυκνώνεται σε έναν προβοκατόρικο αφορισμό: "this is also a show for all who think that contemporary art is shit. They should come and see this shit show. They will be satisfied". Και οι υποσχέσεις πράγματι εκπληρώνονται. Μπαίνοντας μέσα έρχεσαι αντιμέτωπος με κάμποσα ταμπού και προκαταλήψεις και 4 τεράστια ...κοπρανόμορφα γλυπτά αναπαυόμενα πάνω σε περσικά χαλιά. Στο πωλητήριο μάλιστα του μουσείου τα πράγματα ήταν ακόμη ...χειρότερα, υπήρχε λεύκωμα της ίδιας ομάδας με τίτλο "Cacadas" (στα 180 ευρώπουλα παρακαλώ) με φωτογραφίες λεκανών μαζί με τα περιεχόμενά τους (στο σημείο αυτό θα θυμηθώ ότι και ο αγαπημένος μας Blixa έχει κάνει έκθεση με φωτογραφίες από μπάνια/τουαλέτες ξενοδοχείων). Εννοείται ότι η έκθεση έχει "διχάσει" (κατά το σύνηθες λεγόμενο), σαν να ακούω και τις οιμωγές "μα αυτό δεν είναι Τέχνη". Ο κόσμος πάντως που ήταν εκεί φαινόταν μάλλον να το διασκεδάζει...
Στην πραγματικότητα βέβαια δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο και μοντέρνο, άλλωστε όλη αυτή η ενασχόληση με τα βρώμικα ενδότερα του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα ακόμη δείγμα "ακραίας" τέχνης, μιας τάσης η οποία χαρακτήρισε ολόκληρο τον τελευταίο αιώνα, ειδικά μετά το τέλος του καθοριστικού Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι νομίζω π.χ. πολύ γνωστό και πέραν του σιναφιού το έργο του πρόωρα χαμένου Piero Manzoni "Merda d'Αrtista" από το 1961, κυριολεκτικά τα "Κόπρανα του Καλλιτέχνη", σε 90 ...αντίτυπα-κονσέρβες, με έκαστη να περιέχει από 30 γραμμάρια (αν λάβουμε υπόψη ότι το 2012 μία εξ αυτών πουλήθηκε σε δημοπρασία σε τιμή πάνω από 100.000 λίρες, βγαίνει νομίζω μια καλή τιμή στο κιλό). Κανείς βέβαια δεν ξέρει αν το περιεχόμενο είναι πραγματικό, γιατί με το άνοιγμα της κονσέρβας το έργο χάνει κάθε αξία, δεν ξέρω αν το αποτόλμησε κανείς. Πάντως αυτό που έμεινε από όλη αυτή την εντυπωσιοθηρική δημιουργία είναι μια βιτριολική (και μάταιη;) κριτική ενός ολόκληρου καταναλωτικού κυκλώματος. Ήτοι, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επί μακρόν την παράθεση ανάλογων επεισοδίων από την ιστορία της σύγχρονης τέχνης, να θυμηθούμε τον Chris Ofili και την εικόνα "Holy Virgin Mary" φτιαγμένη από περιττώματα ελέφαντα, και τον ακόμη πιο τολμηρό Terence Koh ο οποίος κατά μία έννοια ...χρύσωσε το "χάπι" πουλώντας το και αυτός σε εξωφρενικές τιμές.
Σε ένα άλλο μουσείο τώρα, πολύ πιο διάσημο, στο Λούβρο, διαδραματίστηκε πρόσφατα ένα ακόμη διχαστικό γεγονός, από αυτά που τρέφουν τα κοινωνικά μύδια και τα Εγώ-τάνκερ που διαβιούν σε αυτά, για να ξεχαστούν αύτανδρα την επόμενη μέρα. Η Beyoncé (να τηνε πάλι μπροστά μας) και ο σύζυγος Jay-Z μπήκαν στο μουσείο (εννοείται με την άδειά του) και γύρισαν ένα χορευτικό βίντεο-κλιπ μέσα στις αίθουσες του. Βίντεο το οποίο συνοδευόταν κι από ένα τραγούδι με τίτλο "Apeshit", το οποίο μάλλον πέρασε απαρατήρητο μουσικά ανάμεσα στις διαμαρτυρίες για ιεροσυλία και ασέβεια και στις wishful thinking υπερβολές για εκδίκηση της Μαύρης Δύναμης απέναντι στους αποικιοκράτες. Είναι και η μοίρα πάντως της conceptual art γενικότερα να χάνεται το έργο αυτό καθαυτό μπροστά στη δύναμη ενός συνήθως προκλητικού νοήματος. Κάτι πάντως όχι άδικο σε πολλές περιπτώσεις...
Όπως και στην καθημερινή γλώσσα, έτσι και στην μουσική πάντως τα shit απαντώνται συνήθως με την μεταφορική τους σημασία. Είτε ως έκφραση θυμού και παραίτησης και αηδίας απέναντι σε μια κατάσταση που έχει πάει ...σκατά. Πως είχε αναφωνήσει εκείνος ο γάλλος στρατηγός του Ναπολέοντα όταν είδε την τροπή της μάχης στο Βατερλώ: "Merde". "Oh shit", σιγοντάρουν κα'να δυο αιώνες μετά με πανκ ορμ(γ)ή οι Buzzcocks (οι δε Three Johns με το "Bullshitiaco" επεκτάθηκαν στο λοιπό ζωικό βασίλειο). Ή πως τραγούδησαν κάποτε (προφητικά;) οι Μαχαιρίτσας-Βασίλης Παπακωνσταντίνου, από "το εβδομήντα και μετά μας έχουν πνίξει τα σκατά" ("Knee deep in shit" κατά τους Rip, Rig & Panic). Και που να δεις τι σου είχα από το '10 και μετά... Μέχρι και ο Μιχάλης Τσαντήλας, μια ευγενική μορφή τραγουδοποιού και συνάδελφου, έγραψε ένα μελαγχολικό ποπ κομμάτι με τίτλο "Shit!". Γιατί όχι; Οι Belle & Sebastian δεν είχαν γράψει ένα λυρικό instrumental σε συγκρουσιακή αντίθεση με τον τίτλο του; ("Fuck this shit"). Και το "Mouthful of shit" των Chumbawamba δεν είναι ένα υπέροχο ποπ τραγούδι; Από κει και πέρα έχουμε shit με ότι μπορεί κανείς να φανταστεί: με funk ("Funky shit"- Prodigy), με punk ("Jazzed up punk shit" - The Fall), μόνο με ...φράουλες δεν έχουμε. Μέχρι και σε καγκου-ρόκ φτάνουμε (κατά το απολαυστικό παλιότερο άρθρο του Γιάννη Πλόχωρα), πως αλλιώς άλλωστε να χαρακτηρίσεις μια διαστροφή (εεε διασκευή εννοούσα) στο "Smoke on the Water" από τους Εμετός και με τίτλο ..."Σκατά να Φας (και Κατουρλιό να Πιείς)";
Αν πάντως πρέπει να αναζητήσουμε έναν υπεύθυνο για όλη αυτή την ...κώλαση, τον άνθρωπο που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, εκείνον που έβαλε την Τέχνη στο "μέρος" όπου ακόμη και ο βασιλιάς πάει μονάχος του (όχι πάντα όπως είδαμε παραπάνω!), τότε αυτός (πάλι) είναι ο Marcel Duchamp. Ο οποίος υπογράφοντας (ως R.Mutt) μια λεκάνη ουρητηρίου και αναγορεύοντας την σε έργο Τέχνης έφερε τα πάνω κάτω και τα δεξιά αριστερά στον χώρο (η επίχρυση τουαλέτα του Maurizio Cattelan με τίτλο "America μπορεί να θεωρηθεί και μια σύγχρονη διασκευή του έργου). Κάπως έτσι λοιπόν μπήκε και η τουαλέτα στον καλλιτεχνικό χάρτη, και κάπως έτσι, στο πνεύμα του Μαρσέλ, οι Lost Bodies όταν κυκλοφόρησαν τον μοναδικό τους δίσκο σε πολυεθνική, σόκαραν τους υπεύθυνους της όταν πρότειναν την επίσημη παρουσίαση του σε δημόσιες τουαλέτες. Γιατί όχι; Μέρος της ζωής δεν είναι και αυτές; Ακόμη και χώρος ερωτικών δραστηριοτήτων ("Toilet Queen" τραγούδησαν οι Kastrierte Philosophen για το γκέι σεξ στις τουαλέτες, ενώ ενδιαφέρουσες συμπαραδηλώσεις έχει και το όνομα του παλιού γαλλικού coldwave συγκροτήματος A Trois Dans Les WC).
Πάμε άλλο ένα ταξίδι, τούτη τη φορά στην γερμανική επαρχία. Κάπου στην Βαυαρία λοιπόν, βρέθηκα πριν λίγα χρόνια σε ένα πανηγύρι θρησκευτικό (ναι συμβαίνουν και σε διαφωτισμένες/κοσμικές χώρες), με όλα του τα προβλεπόμενα, εμπορικούς πάγκοι "3 σώβρακα στο Ευρώ", τσίκνα από βουρστ και ποταμίσια ψάρια, γκαρσόνες με αβυσσαλέα ντεκολτέ και αβυσσαλέα ποτήρια μπύρας, κάπου στη μέση σε ένα pavillion μια ανώνυμη (;) μπάντα έπαιζε χούμπα-χούμπα ντόπια λαϊκή μουσική, δεν είχα δώσει καμία σημασία (όπως και κανείς άλλος επίσης), έως ότου το αυτί μου εστίασε μόνο του σε κάτι ασυνήθιστο, σε έναν στίχο που έλεγε "το χαρτί της τουαλέτας είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο τη νύχτα", έναν στίχο ομολογουμένως βγαλμένο από τη ζωή. Και μην μιλήσει κανείς για αποκλειστικά γερμανικό κιτς γιατί θα θυμηθώ και τους δικούς μας Ανώριμους και την παρωδία τους στο "Λιωμένο παγωτό" που έγινε "Sos από το WC"). Και αυτές καταστάσεις βγαλμένες από τη ζωή, ας αναλογιστεί κανείς εκείνη την νυχτερινή ώρα όπου σκουντουφλάει τυφλωμένος από το φως ή ψαχουλεύει μάταια στο σκοτάδι (και μπορεί να σκουπιστεί -με μοιραίες συνέπειες- με το λάθος χέρι, όπως λέει ο αμίμητος στίχος στον "Κάπταιν Χουκ" του Γιώργου-Μενέλαου Μαρίνου). Και αν η ανάγκη είναι ..."Constipation blues" (Screamin Jay Hawkins!), κάτι γίνεται, τα ζητήματα σοβαρεύουν (Χέσε Μέσα, ναι, υπήρχε κάποτε ένα τέτοιο ελληνικό πανκ συγκρότημα) όταν είναι επείγουσα και απαιτείται, κατά αϊνστάνεια παράβαση, ταχύτητα φωτός. Όπως εκείνη που είχε πιάσει τους καλεσμένους της Μαρίας στην επική "Ιστορία της Μαρίας Νο. 2" του Βασίλη Νικολαΐδη, ενός από τους πλέον ιδιοσυγκρασιακούς Έλληνες τραγουδοποιούς, όπου η Φιλιππινέζα υπηρέτρια παίρνει την εκδίκησή της, "η γλυκόξινη σάλτσα τους αρέσει/και σκεπάζει του καθάρσιου τη γεύση" και στο τέλος "μια λεκάνη για σαράντα τι να κάνει;" Δράμα... Υπάρχει και ένα άλλο "κακολογικό" τραγούδι του ιδίου δημιουργού, αδισκογράφητο, το οποίο όμως έχει διαρρεύσει στο διαδίκτυο με τίτλο "Παραχαράκτης". Μεγάλη η ιστορία, αξίζει να την ακούσετε ολόκληρη, η ρίζα της οποίας βρίσκεται σε ένα παιδί που "σ' ένα καθίκι να τα κάνει προσπαθεί", δεν τα καταφέρνει όμως να παραδώσει στη μαμά του τα κακά, μέχρι που για να την κοροϊδέψει, παίρνει της γάτας και τα παρουσιάζει για δικά του!
Φυσικά όμως από ένα τέτοιο αφιέρωμα δεν θα μπορούσαν να λείπει και ένα σχήμα που εξερεύνησε όσο ίσως ελάχιστα άλλα τα πιο βορβορώδη και αποκρουστικά μυστήρια του ανθρώπινου ψυχοσώματος. Περί Coil ο λόγος, και δεν θα σταθούμε μόνο στο προφανές "Scatology" με το ταιριαστό κωλο-εξώφυλλο (εμπνευσμένο από δημιουργία του Man Ray), αλλά θα μνημονεύσουμε και το "The anal staircase", από το magnus opus τους, το ανατριχιαστικά δυσοίωνο "Horse rotorvator" ("κατεβαίνοντας την πρωκτική σκάλα", σαφή τα υπονοούμενα για την πρώτη έδρα της ηδονής κατά τους ψυχολόγους, την ενάτη πύλη του κορμιού κατά τον Απολλιναίρ). Στα χνάρια των Coil, το κατά καιρούς συνεργατικό τους ελβετικό σχήμα των Black Sun Productions, έφτασε την πρόκληση στα ad nauseam όρια της αντοχής, κυκλοφορώντας το "Toilet chant" σε (αντιγράφω αμετάφραστα από το discogs) "99 numbered & shit stained/thumbprinted copies"! Από της μυλωνούς τον κώλο μη γυρεύεις καλλιγραφίες...
Κάπου εδώ νομίζω δεν κρατιέται πια ο ευαίσθητος αναγνώστης και αηδιασμένος εξανίσταται: μα είναι αυτά Τέχνη; Είναι δυνατόν; Προσωπικά δεν έχω (μία) απάντηση. Έχω όμως άποψη (και φυσικά ...την ξέρετε την γνωστή απαξιωτική -για τις απόψεις των άλλων- ρήση). Συνήθως (περι)ορισμούς έτοιμους και απόλυτους έχουν οι φέροντες ηθικολογικά (μεταμφιεσμένα βεβαίως σε αισθητικά) μαστίγια, οι σύγχρονοι νεο-πουριτανοί υπό το κάλυμμα της "πολιτικής ορθότητας" (καμία σχέση κατά βάθος). Και φυσικά οι κάθε τύπου πολιτιστικές αστυνομίες. Έως και οι πραγματικές των ολοκληρωτικών (και όχι μόνο) καθεστώτων. Γιατί η άρνηση της ιδιότητας "μα αυτό δεν είναι Τέχνη" μου μοιάζει να απέχει λίγα μόλις βήματα από την απόφανση "μα αυτοί δεν είναι άνθρωποι" (με όλες τις γνωστές ιστορικά δραματικές συνέπειες).
Σκέφτομαι λοιπόν ότι αυτό το κάπως παράδοξο αφιέρωμα μπορεί να μας ωθήσει σε κάμποσους προβληματισμούς για τη φύση της Τέχνης. Αξίζει κατ' αρχάς να κρατηθεί ως επισήμανση, ότι πολλά από τα "σοκαριστικά" έργα που αναφέρθηκαν, δεν είναι προϊόντα ενός κάποιου underground περιθωρίου, αλλά δημιουργήματα καλλιτεχνών των μεγάλων σαλονιών και πορτοφολιών. Κάτι που ίσως δείχνει ότι η χάραξη διαχωριστικών γραμμών μεταξύ υψηλής και χαμηλής Τέχνης δεν είναι τόσο εύκολη και σαφής όσο θέλουμε να νομίζουμε. Γιατί επίσης η ίδια η Τέχνη δεν είναι ένας τιμητικά αξιακός όρος. Αυτό θέλησε μεταξύ άλλων να φωνάξει ο Duchamp με τον ουρητήρα του. Είναι Τέχνη επειδή εγώ το θεωρώ Τέχνη και κανείς δεν μπορεί να μου στερήσει το δικαίωμα τούτο. Δεν είναι τίτλος που απονέμεται. Και μπορεί να γίνει και με τα πιο ευτελή υλικά. Το παλιό ελληνικό πανκ σχήμα των Όρα Μηδέν επιτίθεται σφοδρά στους ποιητές, "σε αυτούς που τα σκατά τα κάνουν ήλιο και θάλασσα" (στίχος από το κομμάτι "Θάνατος στους ποιητές"). Μέσα από τούτη την (νεοπλατωνική;) επίθεση όμως εμμέσως αποκαλύπτεται και μια αλήθεια. Ότι η τέχνη μπορεί και να σοκάρει, να ενοχλήσει, να αηδιάσει, να θυμώσει, να εξοργίσει. Και ότι ασφαλώς και δεν είναι μια απλή θεραπαινίδα μιας κλινικά αποστειρωμένης-κοινά αποδεκτής Ομορφιάς (μιας έννοιας εξίσου δυσεξήγητης και ...απόλυτα σχετικής) και της "καλής σας απόλαυσης" (όπως λένε στα "καλά" εστιατόρια). Κάτι που μπορεί να το συμμεριστεί και όποιος έχει κάποτε γοητευτεί από την μαυλιστική αποφορά των Ανθών του Κακού του Μπωντλέρ, όποιος έχει συγκινηθεί από την παραληρηματική νοσηρή διαβολικότητα του Λωτρεαμόν, όποιος έχει ανατριχιάσει από τις κορακίσιες οιμωγές της Diamanda Galas, όποιος έχει ανατριχιάσει βλέποντας τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς να τρυπάει το κορμί της, όποιος έχει ταυτιστεί με τους ξεδοντιασμένους μεθύστακες του Ντοστογιέφσκι, τα πρεζόνια του Burroughs και τις πουτάνες του Bukowski, όποιος έχει ενοχληθεί από το «αποκαλυπτικό σαν πανούκλα» θέατρο του Αρτό, όποιος έχει κλείσει ενστικτωδώς τα μάτια μπροστά στη φρίκη δύσμορφων παιδιών και γυναικών να καίγονται στην "Γκερνίκα" του Πικάσο. Γιατί εν τέλει η Τέχνη είναι ο καθρέφτης του μεγαλείου και της αθλιότητας μας συγχρόνως...