Wardruna

Ψιθυρίζοντας τα Μυστικά των Ρούνων (2009-2021)

Θα είναι σαν black metal, αλλά δεν θα είναι... Ο Χάρης Συμβουλίδης ιχνηλατεί την πορεία του σχήματος, από τις μεταλλικές απαρχές μέχρι την επιστροφή στις νορδικές ρίζες

WardrunaΣτον σκανδιναβικό Μεσαίωνα, οι συμμετρικές χρονολογίες 1104, 1154 και 1164 ορίζουν την ίδρυση χριστιανικών αρχιεπισκοπών στη Δανία, στη Νορβηγία και στη Σουηδία (αντίστοιχα), οι οποίες λογοδοτούν απευθείας στον Πάπα. Είναι η ισχυρότερη απόδειξη ριζωμού της νέας θρησκείας, η οποία ήδη από το 710 προσπαθούσε να επεκταθεί σε έναν παγανιστικό βορρά όπου ακόμα κυριαρχούσε το Σφυρί του Θωρ και ο πολύσημος θεός Όντιν.

Παρά ταύτα, σε μια προσεκτικότερη ματιά, η όλη εικόνα μοιάζει πολύ με το πώς ασπαστήκαμε κι εμείς τον Χριστιανισμό: κάτω δηλαδή από την επίσημη επιφάνεια ή παράλληλα με αυτήν, η παλιότερη πίστη εξακολούθησε να ζει με διάφορους τρόπους, αποτελώντας τμήμα μιας φολκλορικής παράδοσης. Αργότερα, τα ιδεώδη του Ρομαντισμού προκάλεσαν μια αναζωπύρωση, που κατά τον 20ο αιώνα ταυτίστηκε (όχι πάντα, μα συχνά) με εθνικιστικές ή/και ακροδεξιές ρητορικές.

Όπως επίσης και σε μας, ορισμένα ισχυρά στοιχεία της παλαιότερης πίστης κυνηγήθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο από τους φανατικότερους Χριστιανούς. Οι ρούνοι, για παράδειγμα, υποβιβάστηκαν συστηματικά σε απλό αλφάβητο (πριν αντικατασταθούν από το Λατινικό), χάνοντας την απόκρυφη σημασία τους, τη διασύνδεσή τους με τη μαγεία και ασφαλώς την παραδεδομένα θεϊκή προέλευσή τους. Εντούτοις, όπως υποδηλώνει και η ετυμολογία, η λέξη rune σήμαινε «μυστικό που ψιθυριζόταν». Μεταλαμπαδευόμενο λοιπόν από τους θεούς στους εκλεκτούς κι ύστερα από τους σαμάνους προς τους μαθητευόμενούς τους, έμενε περίκλειστο σε έναν συγκεκριμένο κύκλο με μαγικοθρησκευτικά καθήκοντα, για τον οποίον αποτέλεσε ιερή προφορική παράδοση. Στο ποίημα Hávamál, μάλιστα, το οποίο αποδίδεται στον ίδιο τον Όντιν και θεωρείται ότι απηχεί τη Σκανδιναβία του 9ου και 10ου αιώνα, έχουν ακόμα και τη δύναμη της ανάστασης των νεκρών.

WardrunaΚαθώς το όνομα Wardruna μπορεί να μεταφραστεί είτε σαν «φύλακας των μυστικών (των ρούνων)», είτε σαν «αυτή που ψιθυρίζει (τα μυστικά των ρούνων)», γίνεται φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα πολύ χωμένη στην όλη υπόθεση. Ο ηγέτης Kvitrafn –κατά κόσμον Einar Selvik– δεν βάδισε πάντως στο συγκεκριμένο μονοπάτι μέσω κάποιας ομάδας που αναβίωσε τα παγανιστικά δρώμενα, αλλά μέσω του αντιχριστιανικού μένους του black metal. Ο πολυοργανίστας από το Μπέργκεν μετείχε άλλωστε στη νορβηγική σκηνή ήδη από το 1995, γενόμενος διάσημος το διάστημα 2000/2004, όταν διατέλεσε ντράμερ των Gorgoroth.

Όντας στους Gorgoroth, βρήκε τις πνευματικές του αναζητήσεις να κουμπώνουν με τη σκέψη και τις γνώσεις του αμφιλεγόμενου τραγουδιστή Gaahl (κατά κόσμον Kristian Espedal), ο οποίος έχει στηρίξει δημόσια το κάψιμο χριστιανικών ναών, στηλιτεύοντας παράλληλα τον Anton LaVey και τους πιστούς της Εκκλησίας του Σατανά ως γελοίους: ο δικός του δρόμος έβγαζε στον αρχαίο παγανισμό. Λόγω των απόψεών του, της εφηβικής του διασύνδεσης με ομάδες της άκρας Δεξιάς (από την οποία δείχνει να κράτησε αποστάσεις στη συνέχεια), αλλά και της φυλάκισής του το 2002 και το 2004 (για επιθέσεις), ο Gaahl βρέθηκε συχνά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, γενόμενος κάτι σαν εθνικός μπαμπούλας για τη Νορβηγία. Έτσι, το τελευταίο που περίμενε κανείς από αυτόν ήταν μια δημόσια παραδοχή ομοφυλοφιλίας (2008), η οποία προξένησε τεράστια έκπληξη. 

Ο Kvitrafn έστησε τους Wardruna το 2003 ενόσω βρισκόταν στους Gorgoroth, μαζί με τον Gaahl και τη Lindy-Fay Hella. Ο ίδιος θα ήταν βασικός τραγουδιστής και θα αναλάμβανε παράλληλα τόσο τα κρουστά, όσο και μια ποικιλία παραδοσιακών οργάνων (λύρα kravik, κέρας κατσίκας κ.ά), με τον Gaahl και τη Hella να συνδράμουν στα φωνητικά (η τελευταία και στο φλάουτο). Παρά το πλούσιο black metal υπόβαθρο, το νέο γκρουπ δεν θα είχε μεταλλική ταυτότητα: θα κινούταν σε folk διαδρομές συνυφασμένες με την αρχαία νορδική κουλτούρα, με τους ρούνους να λαμβάνουν κεντρική σημασία. Το όραμα που τέθηκε επί τάπητος, δηλαδή, ήταν η πλήρης μελοποίηση των 24 ρούνων του Elder Futhark. Καθώς οι τελευταίοι μοιράζονται σε τρία γκρουπ με οκτώ ρούνους το κάθε ένα, σχεδιάστηκαν τρεις διαφορετικοί δίσκοι, υπό τον τίτλο-ομπρέλα Runaljod (Ο Ήχος των Ρούνων).

WardrunaΟι Wardruna έριξαν πολλή σκέψη και μελέτη πάνω στις νορδικές ρίζες, στο πώς θα εντάσσονταν τα παλιά όργανα στις συνθέσεις τους (μερικά χρειάστηκε μάλιστα να παραγγελθούν, σε ειδικούς τεχνίτες), στο πώς θα ηχογραφούσαν – διαλέγοντας λ.χ. να μην το κάνουν μόνο στο στούντιο, μα και στην ύπαιθρο, όπου συνήθως λάβαιναν χώρα οι αρχαίες τελετές. Έτσι, το πρώτο Runaljod άλμπουμ με τους ρούνους ᚠ, ᚢ, ᚦ, ᚨ, ᚱ, ᚲ, ᚷ και ᚹ πήρε κάμποσα χρόνια να πραγματοποιηθεί. Κυκλοφόρησε τελικά τον Ιανουάριο του 2009 από την Indie Recordings, έχοντας τον τίτλο Gap Var Ginnunga (Το Κενό Ήταν Απέραντο). Έως τότε, ο Selvik είχε εξελιχθεί σε συνειδητοποιημένο ακόλουθο μιας μοντέρνας παγανιστικής προσέγγισης: σε μια συνέντευξη στο ρώσικο περιοδικό Dark City (2008) δήλωσε ότι σαμανισμός και ανιμισμός αποτελούν θεμέλιους λίθους των πιστεύω του, ενώ αργότερα θα έλεγε χαρακτηριστικά, αναφερόμενος και στον Χριστιανισμό: «κανείς δεν πέθανε για τις αμαρτίες μου. Οι θεοί βοηθούν αυτούς που βοηθούν τον εαυτό τους» (2017).

Μια παρένθεση που αξίζει να ανοίξει εδώ έχει να κάνει με το ότι, παρά την τόση σπουδή, οι Wardruna σπανίως αντιμετωπίστηκαν ως μη metal στα 12 χρόνια που κύλησαν από το ντεμπούτο τους, με την εξαίρεση του The Quietus, που άργησε λίγο (χρειάστηκε την επανέκδοση του Gap Var Ginnunga) και υπήρξε κάπως αμήχανο, μα οπωσδήποτε ενδιαφέρθηκε και εν τέλει κατανόησε: η Lara Cetinich Cory είδε ξεκάθαρα την απόσταση από το black metal, ενώ αντιμετώπισε ως περιοριστική τη folk ταμπέλα, επισημαίνοντας (ορθώς) ότι η μπάντα εκπροσωπεί κάτι πολύ πιο «αρχαίο και μυστηριώδες». 

Το Gap Var Ginnunga είχε με το μέρος του το ατού της έκπληξης, η οποία φάνταζε ακόμα μεγαλύτερη για τους ακροατές που το προσέγγισαν λόγω Gorgoroth (μην έχοντας δηλαδή παραστάσεις έξω από το metal). Αλλά και για τους υπόλοιπους, η ισχυρή –ενίοτε σκοτεινή– μυσταγωγία του ήχου και ο χαρακτήρας τελετής που υποδείκνυε τόσο η ατμόσφαιρα, όσο και η εκφορά των στίχων σε μια γλώσσα που φάνταζε ακατάληπτη ακόμα και στους σημερινούς Νορβηγούς, οδηγούσαν σε ένα αποτέλεσμα σαγηνευτικό, το οποίο δεν κατατασσόταν εύκολα. Θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί «ξαδέρφι» των Dead Can Dance; Μπορεί. Εμείς οι Έλληνες, πάντως, εύκολα θα το βάζαμε στο ίδιο ράφι με τους Δαιμονία Νύμφη και τους Άβατον.

Από εκεί και πέρα, τώρα ειδικά που έχει κατακάτσει η σκόνη και έχουμε δει την περαιτέρω ανάπτυξη των Wardruna, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι είναι ένα άλμπουμ ιδιαίτερο μεν, αλλά όχι σπουδαίο. Το γκρουπ ακόμα ιχνηλατούσε την πορεία του. Κάτι που σημαίνει ότι δεν του έκατσαν όλα με την πρώτη και ότι δίπλα σε τραγούδια με αδιαφιλονίκητο βάρος ("Hagal", "Jara", "Bjarkan") υπήρχαν κι εκείνα που αποτυπώνονται πιο αναιμικά, οδηγώντας έτσι σε ένα σύνολο με αυξομειώσεις ενδιαφέροντος. Παρά ταύτα, η επιτυχία ήταν άμεση και αξιοσημείωτη: το Gap Var Ginnunga ξεπούλησε και χρειάστηκε να επανακυκλοφορήσει το 2014. [ 7/10]

Το δεύτερο Runaljod άλμπουμ ήρθε τον Μάρτιο του 2013, και πάλι από την Indie Recordings. Λεγόταν Yggdrasil και είχε ως πεδίο τους επόμενους οκτώ ρούνους του Elder Futhark: ᚺ ᚻ, ᚾ , ᛁ, ᛃ, ᛇ, ᛈ, ᛉ και ᛊ ᛋ. Για τους ίδιους τους Wardruna, ήταν το δέντρο που φύτρωσε από τους σπόρους του Gap Var Ginnunga· μια επιτυχημένη παρομοίωση, εφόσον το Yggdrasil ήταν πράγματι δέντρο στην αρχαία νορδική κουλτούρα –αλλά και το κέντρο του κόσμου. Ταυτόχρονα, μάλιστα, ξεκαθαρίστηκαν και κάποιες πιθανές παρεξηγήσεις, αφού ο Selvik μίλησε εναντίον όσων λυμαίνονταν την όλη κουλτούρα για να στηρίξουν ρατσιστικές αντιλήψεις και ακροδεξιές πολιτικές (βλέπε τη συνομιλία του με τον Ross Baker για το περιοδικό Ghost Cult).

Αυτή τη φορά οι Νορβηγοί δεν είχαν σύμμαχό τους την έκπληξη: αφενός όλοι ήξεραν τι να περιμένουν, αφετέρου κι εκείνοι δεν άλλαξαν κάτι στη γενικότερη προσέγγισή τους. Πράγματι, το Yggdrasil ακούγεται σαν δεύτερο μέρος της ίδιας ενότητας που εγκαινίασε ο προκάτοχός του. Παρά ταύτα, τα πατήματα του γκρουπ φανερώνουν μεγαλύτερη σιγουριά και η όλη εμπειρία αποδεικνύεται και πιο «πυκνή» (άλλωστε το άλμπουμ τραβάει σε διάρκεια) και πιο «βαθιά». Η μουσική, λ.χ., δίνει τώρα πιο στιβαρή την εντύπωση της δικής της, αυτόνομης ζωής, πέρα από το περιεχόμενο των ρούνων ή την ακατάληπτη στους περισσότερους γλώσσα, η οποία σε κάθε περίπτωση εξακολουθεί να συμβάλλει στη γενικότερη γοητεία.

Σε πρώτη εντύπωση, το Yggdrasil λειτουργεί καλύτερα εκεί όπου οι ενορχηστρώσεις αγγίζουν το διονυσιακά μεγαλεπήβολο, όπως λ.χ. στο "Ingwar", στο "Rotlaust Tre Fell" –το οποίο μοιάζει σαν απόκοσμη ψαλμωδία με ρεφρέν, εξοπλισμένη με φυσικά ηχογραφημένους κεραυνούς και πληθωρικά κρουστά– και κυρίως στο φοβερό "Fehu": διόλου τυχαία ήταν και το πρώτο single των Wardruna, αλλά κι αυτό που τους έκανε διάσημους, μπαίνοντας στο soundtrack της πετυχημένης τηλεοπτικής σειράς The Vikings. Προσεκτικότερες ακροάσεις, όμως, φανερώνουν ότι στιγμές σαν το "Ansur" ή το "Sowelu" δεν αποτελούν αδύναμους κρίκους, μα τοπία αποφόρτισης, που προσφέρουν μια πιο αργή και τελετουργική αίσθηση· με έναν τρόπο λιγότερο έκδηλο από ό,τι π.χ. συμβαίνει σε ένα μελωδικό στιγμιότυπο σαν το "Solringen", που θα μπορούσε να βρίσκεται και σε δίσκο της Myrkur.

Συγκριτικά λοιπόν με το ντεμπούτο, έχουμε εδώ έναν δίσκο παρόμοιο μεν, πιο εύστοχο δε, που μέσω των Vikings διευρύνει επιτυχώς το κοινό – έστω κι αν ο Selvik υπήρξε ευγενικά επικριτικός για κάποιες ιστορικές ανακρίβειες του σίριαλ γύρω από ζητήματα λατρείας και εμπορίου. Διατήρησε λοιπόν τους Wardruna στο μουσικό προσκήνιο του 21ου αιώνα ως μια υπόθεση σαφώς ξεχωριστή, ενώ έδωσε και την εντύπωση ότι βρίσκονταν στο κατώφλι για κάτι ακόμα σπουδαιότερο. [ 7,5/10]

Παρά τις ενστάσεις περί Vikings, ο Selvik βρέθηκε μέσα στο 2014 να συνεργάζεται στο soundtrack της σειράς, ενώ εμφανίστηκε τελικά και ως ηθοποιός, παίζοντας πολύ μικρούς ρόλους στο 7ο επεισόδιο της 3ης σαιζόν (2015) και στο 6ο επεισόδιο της 4ης σαιζόν (2016). Παράλληλα, η δημοφιλία που κέρδισε μέσω της μουσικής των Wardruna στο σίριαλ είχε ως αποτέλεσμα μια επίσημη πρόσκληση εκ μέρους της νορβηγικής κυβέρνησης, η οποία του ζήτησε να συνεργαστεί με τον Ivar Bjørnson των Enslaved για ένα κομμάτι που θα γιόρταζε τα 200 χρόνια του Νορβηγικού Συντάγματος (1814). Οι δυο τους, μάλιστα, προχώρησαν ακόμα παραπέρα: συγκρότησαν τους Skuggsjá κι έβγαλαν τελικά ένα ολόκληρο άλμπουμ γύρω από την ιστορία της πατρίδας τους (Μάρτιος 2016).

Στο ενδιάμεσο, οι Wardruna άλλαξαν αρκετά. Με δική του απόφαση, ο Gaahl αποχώρησε το 2015, θέλοντας να εστιάσει σε προσωπικά εγχειρήματα. Αν και οι οπαδοί θορυβήθηκαν όλα έγιναν σε φιλικό κλίμα, με τον Selvik να μην προχωρά σε αντικατάστασή του και να δηλώνει ότι «η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή» για οποιαδήποτε προοπτική επιστροφής. Έτσι, το τρίτο και τελευταίο Runaljod άλμπουμ, το Ragnarok, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2016 χωρίς τον Gaahl, ενώ βγήκε στη By Norse Music –μια νέα ετικέτα του Selvik, με την Indie Recordings να αναλαμβάνει τη διανομή ενός box set με την πλήρη τριλογία.

Το Ragnarok κάλυπτε τους ρούνους ᛏ, ᛒ, ᛖ, ᛗ, ᛚ, ᛜ ᛝ, ᛟ και ᛞ, με τον Selvik να ξεκαθαρίζει ότι ο τίτλος δεν ισοδυναμούσε με κάποιο αποκαλυπτικό γεγονός σαν κι αυτό που οι Χριστιανοί νοούν λ.χ. ως Αρμαγεδδών. Αντιθέτως, δήλωνε το μεταίχμιο μιας αρμονικής μεταμόρφωσης: το σημείο όπου κάτι παλιό τελειώνει και κάτι καινούριο αρχίζει. Ήταν άλλωστε και το τελευταίο ρουνικό κεφάλαιο για τους Wardruna. Χάρη μάλιστα στη δημοσιότητα που είχαν κερδίσει στο μεταξύ, ήρθε και η πρώτη «γεύση» επιτυχίας, με τον δίσκο να φτάνει στο #68 της Γερμανίας.

Ξεκινώντας με τον ήχο μιας φυσικής καταιγίδας και με ένα μεσαιωνικό κέρας να εξαπολύει εντυπωσιακά σαλπίσματα, το "Týr" αφήνει με το στόμα ανοιχτό ακόμα και όσους ξέρουν τι να περιμένουν από τους Wardruna. Παράλληλα, κάνει μια χειρονομία που δείχνει να έχει διττό χαρακτήρα – τόσο επικαλούμενη τον ρούνο ᛏ, όσο και τον αρχέγονο μονόχειρα θεό Týr, που «τάισε τον λύκο» (τον λύκο Fenrir, δηλαδή) και ίσως στα πολύ παλιά χρόνια να ήταν πιο σημαντικός κι από τον Όντιν. Ήταν μια ιδανική αρχή για το Ragnarok, το οποίο όμως δεν θα έφτανε στη συνέχεια στην υποσχόμενη υπέρβαση.

Έστω και δίχως τον Gaahl, οι Wardruna επιτυγχάνουν εδώ μια ηχητική ισορροπία σχεδόν άριστη. Τρώνε όμως το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας με στιγμές εσωτερικά δομημένες, αφήνοντας έτσι το "Týr" να λάμπει ως μοναχικό πυροτέχνημα, πριν τα πράγματα ανέβουν ξανά προς το φινάλε, με το "Runaljod" και με την εξαιρετική χρήση της παιδικής χορωδίας Skarvebarna στο "Wunjo". Οι πιο χαμηλότονες στιγμές (σαν το "Isa" ή το "Raido"), βέβαια, δεν είναι κακές· πλησιάζουν ωστόσο επικίνδυνα σε κάτι σαν Dead Can Dance.

Ακόμα και με τέτοιες ενστάσεις, το Ragnarok εξακολουθεί να είναι ένα μεστό άλμπουμ, με τους Wardruna να εντυπώνονται ως κυρίαρχοι των εκφραστικών τους μέσων. Ικανοί, πάνω απ' όλα, για μια βαθιά συνομιλία με όσα νοούν ως «παράδοση»: δεν έρχονται να τα αναβιώσουν, αλλά για να τα προσθέσουν σε μια μοντέρνα συνθετική λογική, φτιαγμένη από ανθρώπους αυτής της εποχής. Η οποία δεν παύει να διατηρεί τα αδρά χαρακτηριστικά μιας ιδιαίτερης ταυτότητας, μα μπορούσε να πετύχει περισσότερα με λίγο παραπάνω νεύρο ή με ενορχηστρώσεις πιο πληθωρικές. Αν και η μπάντα είναι όχημα έκφρασης του Selvik, ίσως να έλειψε εδώ η εμπειρία του Gaahl. [ 7/10]

Το Skald (By Norse Music, Νοέμβριος 2018) αποδείχθηκε μεταιχμιακό άλμπουμ, με τον Selvik να ψάχνει το επόμενο βήμα μετά την ολοκλήρωση της ρουνικής τριλογίας. Εδώ τον βρίσκουμε λοιπόν να αποσύρεται στα «ενδότερα», φτιάχνοντας μια ακουστική δουλειά, από την οποία δεν έλειψαν  και κάποιες αναπροσαρμοσμένες επανεκτελέσεις σε τραγούδια που ήδη γνωρίζαμε, σαν π.χ. το "Fehu", το "Voluspá" ή το "Helvegen".

Σημαντικό ατού για το Skald, είναι η ερμηνευτική εκφραστικότητα του Selvik. Η φωνή του τοποθετείται μπροστά και αναδεικνύεται κόντρα σε ενορχηστρώσεις σπαρτιατικές (π.χ. στο "Vindavla" ή στο "Ein Sat Hon Uti", το οποίο απευθύνεται στον Όντιν), γενόμενη σταθερός φάρος καθ' όλη τη διάρκεια του άλμπουμ.

H προσέγγιση ομολογουμένως άρεσε σε ακροατές με black metal υπόβαθρο που δεν είχαν καταφέρει να επικοινωνήσουν με τη ρουνική τριλογία. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι το κοινό αυτό στερείται συνήθως ευρύτερων μουσικών εμπειριών, οπότε ίσως δεν μπόρεσε να διακρίνει ότι, από ένα σημείο κι έπειτα, το άλμπουμ διολίσθαινε σε μια υπόθεση υπερβολικά ρουτινιάρικη για όσα αυτιά έχουν εντρυφήσει σε pop/rock τραγουδοποιούς. Η ιδέα επίσης των επανεκτελέσεων δεν ήταν πάντα πετυχημένη: το "Voluspá" κέρδισε πράγματι μια καινούρια ζωή, αλλά το "Fehu" ήταν απογοητευτικό, χάνοντας μεγάλο μέρος της σαγήνης του.

Αυτή η ακουμπισμένη στον μινιμαλισμό εκδοχή των Νορβηγών ήταν επομένως μια υπόθεση με ευδιάκριτα συν και και πλην –μετρημένη, μα συνάμα και καχεκτική– η οποία χάνει επικίνδυνα την εύθραυστη ισορροπία της όταν το πεδίο αφήνεται σε τραγούδια σαν το "Ormagardskvedi" ή το απίστευτα φλύαρο "Sonatorrek". Παρά λοιπόν τα σημεία ενδιαφέροντος, τα οποία βαστούν τα μπόσικα, το Skald κρίνεται ως το πιο αδύναμο άλμπουμ στη μέχρι στιγμής καριέρα τους. [ 6/10]

Η περιοδεία για το Skald έφερε τους Wardruna και στην Ελλάδα, για πρώτη φορά: έπαιξαν τον Μάρτιο του 2019 σε διοργάνωση της Smoke the Fuzz, μπροστά σε ένα γεμάτο Piraeus Academy, με το κοινό να δείχνει μεγάλο σεβασμό στα σκηνικά δρώμενα (η ατμόσφαιρα «ταβέρνας», άλλωστε, παρατηρείται σε live άλλων ειδών), φεύγοντας απόλυτα ικανοποιημένο από την εμπειρία. Είναι πιθανό ότι θα τους ξαναδούμε στα μέρη μας.

Τελευταίος σταθμός της ως τώρα περιπέτειας είναι το φετινό Kvitravn (By Norse Music, Ιανουάριος 2021). Είναι μάλιστα και η πρώτη μικροεπιτυχία των Wardruna στη Βρετανία, καθώς έφτασε στο #50 των εκεί charts. Πήγε επίσης #11 στη Νορβηγία, #2 στη Γερμανία και #65 στη Γαλλία, δείχνοντας ότι σε αυτή τη νέα δεκαετία θα έχουν μάλλον ένα ακόμα πιο διεθνές προφίλ.

Όπως μαρτυρά και το εξώφυλλο, το Kvitravn αποπειράται να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί όπου αφέθηκε όταν ολοκληρώθηκε η ρουνική τριλογία. Κάτι που κάνει με χαρακτηριστική άνεση, παρότι μιλάμε για έναν δίσκο που υπερβαίνει τη μία ώρα σε διάρκεια. Μάλιστα, με το ομώνυμο κομμάτι οι Wardruna φτάνουν σε μία από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας τους: πρόκειται για στιγμιότυπο-διαφήμιση της κατασταλαγμένης τους αισθητικής, ικανό να κάνει και ευρύτερο γκελ, αν φτάσει στα κατάλληλα αυτιά.

Αυτό εντούτοις που δεν κατορθώνουν, είναι να υπερβούν τον δημιουργικό πήχη που έχουν ήδη θέσει. Φτιάχνουν βέβαια ένα ακόμα ποιοτικό άλμπουμ, με κάμποσα ευδιάκριτα τραγούδια. Αλλά, ενώ δίνουν διαρκώς από το Yggdrasil και μετά την εντύπωση ότι στέκονται στα πρόθυρα για κάποιο μεγαλύτερο βήμα, τελικά αυτό ποτέ δεν πραγματοποιείται –ούτε καν τώρα, που έχουν εμφανιστεί διεκδικητές για τα ιδιότυπα σκήπτρα τους (βλέπε την περίπτωση Heilung). Εξίσου σταθερός, πάντως, είναι και ο λόγος για τον οποίον πείθεσαι να μη διαμαρτυρηθείς: το γκρουπ δείχνει να σκάβει βαθύτερα, κερδίζοντας σε ραφινάρισμα ό,τι δεν κερδίζει σε δρασκελιές.

Το "Grá", το "Synkverv", το "Fylgjutal" είναι άξιοι συνοδοιπόροι στον μικρό θρίαμβο του "Kvitravn", εξακολουθώντας να «μασάνε» μια μακραίωνη νορδική παράδοση προκειμένου να την καταστήσουν μέρος μιας σύγχρονης εμπειρίας, προσιτής σε όσους αναζητούν τη μυσταγωγία μέσω της μουσικής. Είναι επίσης οι στυλοβάτες της ισορροπίας σε ένα σύνολο που δεν έχει μεν μεγάλες μεταπτώσεις, όμως κάπου θαμπώνει στο δεύτερο μισό. Ίσως γιατί βολεύεται υπερβολικά σε μια ζώνη ασφαλείας που εξακολουθεί μεν να φέρει ακόμα το σήμα κατατεθέν των Νορβηγών ("Ni", "Andvevarljod", "Vindavlarljod"), μα συνάμα μετρά και 12 χρόνια ζωής, άρα και οικειότητας. [ 7/10]

Δεν αποκλείεται οι Wardruna να έχουν φτάσει στον ορίζοντα των δυνατοτήτων τους. Παραμένουν ωστόσο μια ιδιαίτερη μπάντα, σε ένα χρονικό σημείο ευνοϊκό για την απεύθυνσή της σε ακόμα μεγαλύτερο κοινό. Το μέλλον θα δείξει αν αυτή η διεύρυνση θα λειτουργήσει ως δημιουργική ώθηση ή θα γενεί λόγος υποχώρησης στον φορμαλισμό.

φωτογραφίες: Espen Winther (κεντρική), Ole Johs Brye (2)