Jonathan Richman & The Modern Lovers - Jonathan Sings
To 84, o Jonathan Richman είχε όλες τις απαντήσεις που χρειαζόμουν.
Πώς γίνεται να είσαι τόσο μέσα στην εποχή σου όντας εντελώς ντεμοντέ; Πώς γίνεται να βγάζεις μια έντονη alternative και underground αύρα χαϊδεύοντας τα αυτιά του ακροατή και τραγουδώντας για απλά και καθημερινά πράγματα; Πώς γίνεται να αλλάξεις εντελώς πορεία στη ζωή και στην τέχνη σου χωρίς να απογοητεύσεις ούτε να προδώσεις κανέναν;
Η απάντηση έχει δύο σκέλη. Το ένα, που ισχύει για όλους, είναι το να είσαι κάθε στιγμή αυθεντικός, να δουλεύεις σκληρά και να είσαι πιστός στις βασικές αρχές που έβαλες στη ζωή σου, πράγμα το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με τη μονολιθικότητα και την ξεροκεφαλιά. Το δεύτερο, είναι το να είσαι ο Jonathan Richman.
Ο Jonathan Richman, που ξεκίνησε να παίζει επηρεασμένος από τους Velvets, τραγουδούσε για νοσοκομεία, μοναξιά και γυναίκες με σπασμένα νεύρα, ώσπου μετά από ένα ταξίδι στις Βερμούδες, γύρισε εντελώς και ανακάλυψε ότι και η φωτεινή πλευρά της ζωής αξίζει να γίνει τραγούδι (όχι ακριβώς η ανακάλυψη της Αμερικής, μια που αυτό ήταν κοινός τόπος για πολλούς πριν απ' αυτόν, αλλά ήταν ο πρώτος από την καλλιτεχνική του γενιά που έκανε αυτό το γύρισμα). Αυτό που κάνει την περίπτωσή του μοναδική, είναι το ότι παρόλη την αλλαγή, δεν έγινε ούτε ξενέρωτος, ούτε γλυκανάλατος, ούτε φλώρος. Παρέμεινε συναρπαστικός, συνέχισε να πειραματίζεται και να αυτοψυχαναλύεται, αλλά πάντα με προτεραιότητα τη διασκέδαση και το χαμόγελο του ακροατή.
Jonathan Sings (1983)
1. That summer feeling
2. This kind of music
3. The neighbors
4. Somebody to hold me
5. These conga drums
6. Stop this car
7. Not yet three
8. Give Paris one more chance
9. You're the one for me
10. When i'm walking
11. The tag game (UK cd only)
Το 'Jonathan Sings' είναι κατά τη γνώμη μου, και πολλών άλλων επίσης, είναι το ζενίθ αυτής της δεύτερης καριέρας, που είναι σχεδόν όλη του, αλλά η μεγάλη καλλιτεχνική αξία και η ακόμη μεγαλύτερη επιρροή που άσκησε το πρώτο LP, το κάνουν να υπολογίζεται σαν μια ξεχωριστή φάση της καριέρας του καλλιτέχνη. Πολλά είναι τα στοιχεία που κάνουν το 'Jonathan Sings' να ξεχωρίζει:
Τα τραγούδια. Απόσταγμα της συνθετικής του δεινότητας στην καλύτερη εποχή του, ισορροπώντας στη λεπτή γραμμή που συνδυάζει φρεσκάδα και ωριμότητα. Τα πάντα πριν από αυτά ακούγονται σαν προσπάθειες για να φτάσει εδώ, τα πάντα μετά από αυτά σαν προσπάθειες να κάνει κάτι ισάξιο.
Το παίξιμο και η ενορχήστρωση. Τίποτα δεν λείπει και τίποτα δεν περισσεύει. Οι κιθάρες, τα παλιομοδίτικα keyboards, τα λιτά τύμπανα, τα γλυκά γυναικεία φωνητικά, να μην αφήσω παραπονεμένο και το μπάσο, που επιβεβαιώνει το αξίωμα κάποιων μουσικών που λένε ότι ο καλύτερος μπασίστας είναι αυτός που δεν αντιλαμβάνεσαι την ύπαρξή του μέχρι να σταματήσει να παίζει, οπότε τα πάντα ακούγονται ψεύτικα. Και την ίδια στιγμή, η μεγαλοφυής και καλόγουστη παραγωγή και ενορχήστρωση, δίνει στα τραγούδια αέρα, κάνοντάς τα βάλσαμο για τα αυτιά. Δεν ξέρω αν καταφέρνω να αποτυπώσω το αίσθημα, αλλά νιώθεις τα τραγούδια να αναπνέουν και αυτό σε χαλαρώνει και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι η ζωή είναι ωραία. Εδώ αξίζει να γράψω τα λόγια του ίδιου του Jonathan για τους μουσικούς που παίζουν στο album. Λέει λοιπόν ότι ενώ ο αγαπημένος του μπασίστας από όσους έχει παίξει μαζί είναι ο Greg "Curly" Keranen και αντίστοιχα ο ντράμερ με τον οποίο έδεσε καλύτερα ο Michael Guardabascio (και οι δύο παίζουν στο Jonathan Sings και είναι το μοναδικό album που συμβαίνει αυτό) όταν παίζουν οι τρεις τους είναι "hot shit"! Αυτό τώρα έχει δυο διαφορετικές ερμηνείες: την προφανή (χάλια) και την κατ' ευφημισμό (φοβερά), αλλά δεν το διευκρινίζει!
Οι στίχοι: Ευαισθησία, αγάπη, χιούμορ, τρυφερότητα αλλά και λόξα, και το απορημένο και γεμάτο από περιέργεια και τη χαρά της ανακάλυψης βλέμμα ενός αιώνιου έφηβου.
Θα μπορούσα να ασχοληθώ με το κάθε τραγούδι ξεχωριστά και να φλυαρώ για ώρες. Δεν θα το κάνω, για να αφήσω σ' αυτόν που θα τα ακούσει για πρώτη φορά τη χαρά της ανακάλυψης. Τα ξέρω όλα απ' έξω. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς με το δίσκο που άκουγα ολόκληρο μετά από κάθε μάθημα που έδινα στις πανελλήνιες. Κι ας έχουν περάσει δεκαεφτά χρόνια.