Wayfarer et al

Η δική τους κοντινή Αμερική

Αμερική Αμερική, είσαι μια χώρα... γοτθική. Ένα αφιέρωμα της Ελένης Φουντή σε μια σειρά σχημάτων και δίσκων σκοτεινής americana (με την πολύ ευρεία έννοια του όρου)

Εγώ: Γιατρέ από τη συναυλία των Wayfarer στο An έχει περάσει πάνω από μήνας. Έκτοτε έχω δει από δανέζικο black metal μέχρι ηλεκτροακουστική / improv. Περί του δεύτερου ας επισημάνω ευκαιρίας δοθείσης ότι το να διαφημίζεις την “πρώτη εμφάνιση στην Ελλάδα” της Klara Lewis (η οποία σπέρνει στην Editions Mego επί δεκαετία) συνοδεία της Nik Colk Void απλά για να τις βάλεις μετά opening act των Arve Henriksen και Γιάννη Αναστασάκη τους οποίους έχουμε δει μαζί τουλάχιστον άλλες δύο φορές και κατά μόνας πολλές ακόμα είναι κάκιστη ιδέα. Η οποία στην πράξη πήγε ακόμα χειρότερα για τους κυρίους. Οι κυρίες τα πήγαν καλύτερα, δεδομένου βέβαια ότι έπρεπε να αποσυρθούν και άρον άρον..

Καθηγητής Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον: Νομίζω ότι παρουσιάζεις διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων.

Εγώ: Ναι γιατί μετάνιωσα που δεν έγραψα θαφτικό review γι’ αυτό το λάιβ. Εξακολουθώ όμως. Μέχρι diy θεατρικό είδα, μέχρι τους Pulp με καμιά εικοσαριά χιλιάδες ακόμα (αυτά τα είπαμε άλλωστε) και τα.. καλύτερα έρχονται ή και όχι. Πάντως εγώ στους Wayfarer έχω μείνει. Είναι φυσιολογικό αυτό;

Καθηγητής Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον (ας τον λέμε ΚΠΟ γιατί υποψιάζομαι ότι θα ξαναμιλήσει): Δηλαδή τι σκέψεις κάνεις; Μπορείς να μας αναφέρεις μία ως παράδειγμα;

Εγώ: Οι Wayfarer είναι ο ορισμός της εδώ και τώρα μπάντας που είχαμε την τύχη να δούμε στην ακμή και στον καλύτερο δίσκο τους, το “American Gothic”. Παράλληλα είναι και ένα αμερικάνικο συγκρότημα παλαιάς κοπής, από το Κολοράντο, εκεί που η φύση επικυριαρχεί. Βραχώδη Όρη, φαράγγια, μαύρες λίμνες κλπ είναι εγγεγραμμένα στην πολιτιστική τους ταυτότητα. Μια τέτοια ατμόσφαιρα ξεχασμένης ελευθερίας του Midwest αναπαράγουν, με ένα black metal που συμπυκνώνει την ερημιά της τούνδρας και με τρόπο αφοπλιστικά περήφανο, σαν να είναι ό,τι πιο φυσικό. Στη συναυλία σκεφτόμουν ότι κατάφεραν να επιβάλουν σεβασμό για μια παράδοση ξένη προς τη δική μας παρόλο που τέσσερις τριαντάρηδες είναι, δεν είναι π.χ. ο παλαίουρας ο Bill Frisell, ούτε παίζουν desert rock, αν και το ενσωματώνουν. Και όμως, μετέτρεψαν το An σε σαλούν και αυτό μόνο μια αμερικάνικη μπάντα που εμφορείται από το πνεύμα του old west μπορεί να το κάνει.

Με ενοχλούν σφόδρα διάφορες ψευδο-ουμανιστικές κοινοτοπίες περί μουσικής που “δεν έχει πατρίδα” και ειδικά επειδή εκφέρονται στη βάση θολών ιδεών περί παγκοσμιότητας που καταλήγουν να μοιάζουν με τσιτάτα σε motivational ομιλίες τοξικής θετικότητας με γινγκ και γιανγκ και Μπουσκάλιες του τύπου “το ροκ είναι παγκόσμιο - όλοι μπορούμε να παίξουμε ροκ” (λες και τους εμπόδισε κανείς να παίξουν ροκ) ή “το ροκ είναι στην καρδιά όλων των ανθρώπων” (το ίδιο και η εθνική μπάσκετ του 1987). Είναι άλλο πράγμα ο καλώς εννοούμενος διεθνισμός, π.χ. το ότι πριν τους Wayfarer ακούσαμε Έλληνες να παίζουν melo-death (Aetherian) και desert blues (Manos Six + The Muddy Devil), και άλλο να αποστερείς τη μουσική από το πολιτιστικό της υπόβαθρο. Φυσικά η μουσική έχει πατρίδα, γι’ αυτό το brit pop απέχει παρασάγγας από το college rock και οι Βρετανοί έχουν αναπτύξει μια spiritual/groove-oriented σκηνή τζαζ που ενσωματώνει τζαμαϊκανά και νοτιοασιατικά στοιχεία μεταξύ άλλων, διαφορετικού ύφους από το αμερικανικό improv.

Ευτυχώς για κάθε τέτοιο κλισέ (αναπόφευκτο μία στο τόσο στον Τύπο ή σε ομήγυρη) θα υπάρχουν πάντα συγκροτήματα όπως οι Wayfarer να επιδεικνύουν επί το έργον το αντίθετο. Εκτός αυτού, το λάιβ έγινε trigger για να θυμηθώ και άλλες τέτοιες “αμερικανιές”, των ράντσων και των σαλούν.

ΚΠΟ: Μα ήρθε το καλοκαίρι με τα πάρκα του, τις πλατείες νερού του, τις διακοπές. Ολόκληρη λίμνη δεν την βλέπεις Ελένη;

Εγώ: Έχει πάντως μια ποιητική να δημιουργείται trigger από ένα λαϊβάκι με διακόσια άτομα σε ένα υπόγειο ενώ εντείνεται το κλίμα τουριστικοποίησης στο χρηματιστήριο των συναυλιών, δεν μπορείς να πεις.

ΚΠΟ: Ναι, δεν βλέπω κάποιο πρόβλημα. Έχεις να προσθέσεις κάτι;

Εγώ: Τους δίσκους που άκουσα με αφορμή το λάιβ.

ΚΠΟ: Ωραία. Α! Κάτι τελευταίο πριν φύγεις. Τρία τρία;

Εγώ: ... Εννιά!

ΚΑΠΗ Μακεδονίας - Θράκης: Μπράβο μπράβο! [χειροκρότημα]

Μιχάλης: Σας ευχαριστούμε πολύ!

Wayfarer - American Gothic (Profound Lore Records / Century Media, 2023)

Ξεκινάω κατευθείαν από τα τιμώμενα πρόσωπα. Οι Wayfarer, όπως είναι φανερό και από όσα έχω αναφέρει, εγγράφουν το σκοτάδι της αμερικανικής ιστορίας στο black metal. Ή μάλλον με το black metal ως πρόσχημα θα πω λίγο προβοκατόρικα, γιατί με τις ακροάσεις τείνω να καταλήξω ότι στο “American Gothic” σχεδόν δεν θα γινόταν αντιληπτό χωρίς τα growls του Shane McCarthy. Καθ’ υπερβολή σχήμα αυτό βέβαια, γιατί δεν γίνεται να παραβλεφθεί το μανιασμένο drumming του Isaac Faulk (ο οποίος κάποιες φορές στο λάιβ έκανε και την κατάλληλη διαχείριση ορμής και ταχύτητας για να μη μας έρθει κανένα πιατίνι στο κεφάλι). Το ουσιώδες είναι ότι όλως μη παραδόξως οι πιο σκοτεινές στιγμές του δίσκου είναι οι desert rock, country στιγμές, οι μη μαυρομεταλλικές. Αν κάποιος μέσα στο σαλούν παίζει black metal, υπάρχει κάποιος άλλος ακριβώς απ’ έξω με steel guitar, βενζίνη και ένα σπίρτο στο χέρι.

bandcamp

Blackbraid - Blackbraid II (Wolf Mountain Productions, 2023)

Δεν μπορώ να πω ότι συμμερίζομαι τον πάνδημο ενθουσιασμό για το προπέρσινο ντεμπούτο του Blackbraid. Σίγουρα το black metal των αυτόχθονων Αμερικανών αναζητούσε φωνή και ο Sgah’gahsowáh (ψευδώνυμο στη γλώσσα των Μοχόκ) φαινόταν έτοιμος. Και όντως μπήκε στο παιχνίδι με σοβαρότητα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα άγονων μιμητισμών. Όμως κάτω από το hype ο δίσκος δεν ήταν τόσο καλός. Έμοιαζε αδούλευτος. Το νο II ήρθε μόλις έναν χρόνο μετά, σαν να το ήξερε κι ο ίδιος ότι όφειλε να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του το συντομότερο. Και πράγματι το έκανε με τον καλύτερο τρόπο. Αντίθετα προς τους Wayfarer, το ενστικτώδες και οργισμένο black metal εδώ έχει κεντροβαρική θέση στην αφήγηση ιστοριών που γράφτηκαν με αίμα, με καλοδεχούμενες επιρροές από το παραδοσιακό heavy metal, τους Agalloch και τους Bathory (τους οποίους διασκευάζει άλλωστε). Αυτό που εκτιμώ περισσότερο στο “Blackbraid II” είναι ότι πιάνει το πνεύμα των ιθαγενών χωρίς μελοδραματικές εξτραβαγκάντσες, χωρίς κάποια φτηνή υπερέκθεση πχ παραδοσιακών πνευστών. Τα ακούμε, αλλά όσο χρειάζεται. Οι ιστορίες του αντηχούν στα βουνά Adirondack άλλωστε, δεν μπορείς να τις αγνοήσεις.

bandcamp

Hope Sandoval and the Warm Inventions - Until The Hunter (Tendril Tales, 2016)

Τους Mazzy Star πολλοί αγάπησαν και τη Hope Sandoval επίσης. Γιατί δεν είναι κουφοί ασφαλώς, αλλά έχει ενδιαφέρον και η παρουσία των εκλιπόντων Glen Campbell (με τον οποίο έκανε και ντουέτο) και John Fahey μεταξύ των θαυμαστών της. Δεν εκπλήσσει πάντως το γεγονός. Στη σύμπραξή της με τον Colm Ó Cíosóig, ντράμερ των My Bloody Valentine, η Hope με τη μαγευτική φωνή (και το απόλυτα ταιριαστό όνομα) γράφει και τραγουδάει dream pop τραγούδια που ξεστράτισαν προς το American primitivism και την country. Και παρόλο που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στις πεδιάδες της δύσης, το “Until The Hunter” δεν βιάζεται. Παράξενες blues παραφυάδες, post-minimal παρεκβάσεις και ένα κάπως απόκοσμο κιθαριστικό χάδι (που θυμίζει ευθέως τον Fahey και θα έλεγα και τον Jim O’Rourke) χτίζουν έναν ενδοσκοπικό δίσκο για loners. Loner blues με pedal steel κιθάρες για ανθρώπους τσακισμένους που ψάχνουν their way home. Και θα τον βρουν. “When you walk, you walk yourself home” που ακούμε και στο “Treasure”. Ευχή από τη Hope. Ή κατάρα.

spotify

Huntsmen - The Dry Land (Prosthetic Records, 2024)

Οι Huntsmen προσεγγίζουν την americana μέσω του post-metal/sludge το οποίο δεν παραλείπει με κάθε ευκαιρία να μας υπενθυμίζει πόσο πεπερασμένο είναι, οπότε υπό άλλες συνθήκες αμφιβάλλω αν θα έδινα μια ακρόαση. Ευτυχώς το έκανα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε μόλις τον Ιούνιο και πέρασε από μπροστά μου τυχαία. Ένα μάλλον αμήχανο opener (με τον φοβερό ωστόσο τίτλο “This, Our Gospel”) επιχείρησε κι αυτό μια τελευταία τρικλοποδιά χωρίς αποτέλεσμα. Με ανεβασμένες στροφές προς το blackened post-metal σε συνδυασμό με μια western rock υπαρξιακή θλίψη (από όσο μπορώ να διακρίνω στους στίχους γίνεται της ματαιότητας και της απώλειας), οι Huntsmen απέχουν πολύ από τη νιοστή ρέπλικα των Russian Circles και των Pelican (όχι άλλο, ειλικρινά). Μεγάλο συν ο συνδυασμός αντρικών - γυναικείων φωνητικών, που ειδικά όταν αλληλεπιδρούν με τα απαλάχια στοιχεία βγάζουν μια αναπάντεχη θέρμη σε έναν μάλλον σκόπιμα ψυχρό δίσκο. Τα έχει τα ελαττωματάκια του το “The Dry Land”, αλλά έτσι είναι η ξηρά γη. Βραχώδης, με ζεστά καλοκαίρια, ψυχρούς χειμώνες και άγριες εμβόλιμες ομορφιές.

bandcamp

Dylan Carlson - Conquistador (Sargent House, 2018)

Ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους των τελευταίων ετών, το “Conquistador” είναι δύσκολο να περιγραφεί. Πέραν των συνδηλώσεων περί τον ισπανικό αποικισμό στην Αμερική. Ο Carlson έχει εμβαθύνει στις σκονισμένες ερήμους από τις αρχές των 90s με τους Earth. Οι επιρροές του εκτείνονται από τους Black Sabbath (το προηγούμενο όνομα των οποίων ήταν “Earth”) μέχρι τον La Monte Young και τους Slayer, με αποτέλεσμα ένα βαρύ rock - drone μινιμαλιστικής δομής, που εδώ, στην τρίτη σόλο δουλειά του, ακούγεται ακόμα πιο βαθύ, με περισσότερες αντηχήσεις και τις κιθάρες σε πρώτο πλάνο. Δεν υπάρχει μάλλον άλλο πλάνο εκτός από κιθάρες. Κάποιες φορές ράθυμες αλλά συνήθως απειλητικές, οι κιθάρες του “Conquistador”, με τη συνδρομή και της Emma Ruth Rundle, τα κάνουν όλα και συμφέρουν, από τη διατήρηση των εντάσεων μέχρι τη συγκρότηση μιας λανθάνουσας ρυθμικότητας. (Παρά τη συμμετοχή της συζύγου Holly Carlson σε “percussion” όπως διαβάζουμε στα credits, ο δίσκος είναι beatless. Ακούγεται αντιφατικό αλλά η πρώτη ακρόαση θα σας πείσει - προεξοφλώ ότι θα ακολουθήσουν και άλλες). Υπάρχουν πολλοί καλοί desert rock δίσκοι, αλλά εδώ η έρημος όντως απειλεί με κάθε βήμα που κάνουν οι Κονκισταδόρες. Όλος ο δίσκος είναι ένας επικρεμάμενος κίνδυνος. Όμορφο πράγμα και άβολο μαζί, όπως σχεδόν όλα όσα αξίζουν.

bandcamp

Panopticon - The Scars Of Man On The Once Nameless Wilderness I and II (Nordvis Produktion / Bindrune Recordings, 2018)

Επιστροφή στο black metal ή και όχι (θα εξηγήσω) και μάλιστα σε έναν από τους πιο συνειδητοποιημένους αντιφασίστες και πρωτοπόρους του είδους. Η θεματική της αμερικανικής φύσης και ιστορίας στο folk / black προϋπήρχε από τα 90s, αλλά ο Austin Lunn (μονοπρόσωπο συγκρότημα ουσιαστικά οι Panopticon), έβαλε και την country μέσα. Το “Scars Of Man...” (ωραίος τίτλος) δίχασε όταν κυκλοφόρησε, γιατί μέχρι τότε ο Lunn συνδύαζε black metal και americana, δεν μας είχε συνηθίσει σε σχισματικές λογικές, αν και είχε προϊδεάσει ότι ένα αμιγώς folk άλμπουμ ήταν θέμα χρόνου. Το πρώτο μέρος είναι το γνωστό extreme black metal των Panopticon, ακραίο και μελοδραματικό με country προσμίξεις που εδώ περιορίζονται σε ελάχιστες παρεμβολές. Στο δεύτερο μέρος η country όχι μόνο καταλαμβάνει όλη τη σκηνή, αλλά επισκιάζει πλήρως τα προηγούμενα. Αν ακούσεις μόνο το Part II δύσκολα πείθεσαι ότι πίσω από τα βιολιά και το μπάντζο κρύβεται ένας μπλακμεταλλάς (ίσως στο “(Cowering) At The Foot Of The Mountain” βρίσκεται ένας μικρός υπαινιγμός). Οι δυο δίσκοι θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν χωριστά, γι’ αυτό και όντως κυκλοφόρησαν και χωριστά. Ο Lunn όμως γράφει στο bandcamp ότι είναι φτιαγμένοι για να ακουστούν μαζί. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο και μόνο για το ότι έτσι διαπιστώσεις άμεσα ότι το μη μαυρομεταλλικό μέρος είναι το πιο μαύρο.

bandcamp

Big|Brave - A Chaos Of Flowers (Thrill Jockey, 2024)

Ένα χρόνο μετά το δημοφιλές “Nature Morte”, ωδή στην παραμόρφωση και τον θόρυβο, οι Big Brave έβγαλαν έναν δίσκο με εξώφυλλο που μοιάζει με το προηγούμενο σε αρνητικά χρώματα. Αν το προσέξεις όμως θα δεις ότι αυτό ισχύει μόνο για το υπόβαθρο. Τα λουλούδια της νεκρής φύσης είναι διαφορετικά. Δεν είναι υπερβολή ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον ήχο, χωρίς να γνωρίζω αν η αναλογία είναι σκόπιμη. Εκ πρώτης παρατηρείς ότι το “A Chaos Of Flowers” δεν καινοτομεί, πράγμα που δεν έχει απαραίτητα αυταξία εδώ που τα λέμε. Είναι όμως ένα αποφασιστικό βήμα στη μετάβαση των Καναδών από το sludge στην psych americana (ή canadiana τέλος πάντων), πάντα από τον δρόμο του heavy drone. Ο θόρυβος εξακολουθεί να είναι παρών, το ίδιο και το κιθαριστικό feedback, για το οποίο μάλιστα εκτός από τη Robin Wattie και τον Mathieu Ball μεριμνούν ενισχυτικά και ο Tashi Dorji με τη Marisa Anderson. Όμως χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας western rock / roots λογικής που θυμίζει τους Earth του Carlson που ανέφερα πριν. Η φωνή της Robin Wattie είναι στα καλύτερά της και στους guests πρέπει να σημειωθεί και ο Patrick Shiroishi στο σαξόφωνο. Μην τα πολυλογώ, έχουμε χάος από λουλούδια και έναν από τους ωραιότερους δίσκους της χρονιάς.

bandcamp

Charalambides - Exile (Kranky, 2011)

Η Christina και ο Tom Carter δούλευαν το “Exile” πέντε χρόνια και φαίνεται. Όχι εξ ορισμού καλό αυτό, αλλά στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί υπέρ τους, γιατί ο χρόνος περνάει στον δίσκο σαν φροντίδα, όχι σαν κόπωση. Οι ενορχηστρώσεις είναι πολύ μινιμαλιστικές, οι κιθάρες ακούγονται σαν φευγαλέες, σαν αεράκι σχεδόν και η φωνή της Carter τόσο ήρεμη και συνειδητή, που κάθε λεπτομέρεια στο τραγούδι μοιάζει μελετημένη με τρυφερότητα. Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν θα έπρεπε να είναι αλλιώς σε αυτή την αμείλικτη americana της εξορίας. Στον τρίτο μόλις δίσκο τους οι Charalambides θέλησαν να μείνουν λίγο μόνοι τους, να παίξουν blues χωρίς blues φόρμες, να μας δείξουν ότι η μουσική δεν ενώνει μόνο, αλλά μπορεί και να μας χωρίσει. Και ότι ένα (ενίοτε εκ περιτροπής) tonal / atonal ντουέτο από το Τέξας μπορεί να ηχογραφεί έναν δίσκο επί πέντε χρόνια σε διάφορα μέρη από το New Hampshire μέχρι τη Μασαχουσέτη και τη Νέα Υόρκη και να παραμένει μακριά σου όπου κι αν είσαι εσύ, ακόμα και όταν τα έγχορδα χτίζουν όγκο επάνω στην κιθάρα όπως στο “Before You Go” δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση εγγύτητας. Καμία εγγύτητα και καμία πρόσβαση δεν θα βρεις. Το “Exile” θα σε τσακίσει.

bandcamp