Τελικά είναι ο ήχος τους αμερικάνικα κιθαριστικός ή βρετανικά εκκεντρικός;
H Μαρία Φλέδου αφηγείται και αξιολογεί την μέχρι τώρα πορεία του συγκροτήματος που δείχνει να ξεφεύγει από απλά ένα ακόμη 'talk of the town' του indie μικρόκοσμου.
Πριν κάνα εξάμηνο στο σαλόνι μου:
-Θα πάω στον Steve Lamacq με αυτή την καινούρια μπάντα, ηχογραφούν session. Το βίντεο που βλέπαμε, κατάλαβες;
-Excuse me?
-What!
-Kουλ!
Γίνεσαι η πιο χοτ καινούρια μπάντα της τελευταίας εικοσιπενταετίας στην Βρετανία με το πρώτο κιόλας single και πρέπει να (απο)δείξεις ότι δεν είσαι απλά ένα one hit wonder. Τι κάνεις;
Mέσα στους επόμενους έξι μήνες κυκλοφορείς άλλα πέντε, κατακτάς την Αμερική στην σκηνή αλλά και στα τηλεοπτικά πλατό πριν ακόμη κυκλοφορήσει το ντεμπούτο σου και επιστρέφεις σπίτι σου στο Isle of Wight για την μεγάλη μέρα που επιτέλους ήρθε στις 08/04.
Ποιες (και ποιοι) είναι οι Wet Leg; Δύο φίλες, η Rhian Teasdale (πρώτη φωνή-δεύτερη κιθάρα) και η Hester Chambers (τα ανάποδα) που στα μισά των 20's τους και μετά από διάφορες προσπάθειες, της Teasdale συγκεκριμένα ως RHAIN και κάποια στιγμή και έξτρα φωνή με τους συντοπίτες της Plastic Mermaid, ενώνουν δυνάμεις και μαζί με τους Joshua Mobaraki σε κιθάρα, synth, φωνή και συμπαραγωγή (και πρώτες ηχογραφήσεις στα δικά τους σαλόνια, αφού είναι και ζευγάρι με την Hester), τον Ellis Durand σε μπάσο και φωνή και τον Henry Holmes στα πολύ δυνατά ντραμς, ξεκίνησαν ένα μουσικό ταξίδι που απ’ ό,τι φαίνεται-και ευχόμαστε- θα τις πάει πολύ μακριά.
Δεν είναι δηλαδή ακριβώς ‘χθεσινές’.
Όχι πως μας χρωστάν εξηγήσεις για το πώς και από που ξεφύτρωσαν, αλλά η καλύτερη απάντηση στο αν είναι ένα hype που προωθήθηκε από την μουσική βιομηχανία τα, χμ, γιατί τόσος χαμός, σιγά την μπάντα, αν τελικά είχαν μπάρμπα στο BBC (αν εξαιρέσουμε κάποια εμφάνιση της Rhian-Rhain στο ‘BBC introducing’ πριν μερικά χρόνια, μάλλον όχι) και λοιπές καχύποπτες αμφισβητήσεις κυρίως του κατά πόσο αυτό όλο ξεκίνησε στην πλάκα ‘γιατί αν περνάς καλά όλα γίνονται πιο αυθεντικά’, είναι ο ίδιος ο δίσκος.
Αναπόφευκτα αναρωτιέμαι διαβάζοντας σχετικά σχόλια ακόμη και μέσα σε φαινομενικά ευνοϊκές κριτικές, κατά πόσο έχουν να κάνουν με το ότι είναι ένα γκρουπ με δύο νεαρές front women. Φτιάχνεις μπάντα με την κολλητή σου, δοκιμάζεις να γράψεις έναν δίσκο και κοίτα δεις! Σου πέτυχε! Απλά Life goals που έγιναν πραγματικότητα δηλαδή αν η ιστορία πήγαινε: ήταν 2-3 φίλοι που γνωρίστηκαν στο art school και είπαν ας κάνουμε μπάντα.
Για να επιστρέψουμε στο επίμαχο single, αν και είχε κυκλοφορήσει ήδη από το περασμένο καλοκαίρι όντως σε μία μέρα σχεδόν γύρω στον Σεπτέμβριο, το ‘Chaise Longue’ έγινε το πιο catchy bass line από εποχές ‘Cannonball’; Ή μήπως το πιο catchy κιθαριστικό χιτ από το ‘Take me Out’; Οι απόψεις εδώ ποικίλλουν ανάλογα α) με το age group και β) με το αν και πότε πέθανε το indie.
Αφού λοιπόν ο Steve Lamacq τις επέλεξε πέρυσι ως μπάντα-ανακάλυψη της χρονιάς, το 6Music εκτόξευσε το ‘Chaise Longue’ παίζοντάς το all day long, το Radio 1 παρομοίως τις ονομάζει hottest new band και έχουν και όλο τον βρετανικό μουσικό τύπο στο πλάι τους. Και μέσα στις σχετικά λίγες εγχώριες εμφανίσεις τους, το επίσημο πρώτο showcase τους τον Φεβρουάριο στο θρυλικό 100club του Λονδίνου ξεπούλησε πιο γρήγορα κι από cannonball σε χρόνο ρεκόρ που είχαν πετύχει στο παρελθόν μόνο οι νεαροί Oasis.
Όλα αυτά θέλουν χάρισμα. Η Rhian είναι πολύ καλή τραγουδίστρια και η σχέση της με την Hester είναι μπόνους γιατί πώς αλλιώς θα πετύχαιναν αυτοί οι μουσικοί αλληλοσυμπληρωματικοί διάλογοι, ανάμεσα στη μελωδικότατη φολκ παρά ροκ φωνή της Rhian, που θα μπορούσε να την είχε οδηγήσει σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, και τα σκοτεινότερα ψιθυρίσματα της Hester, αν δεν είχαν μαζί και αυτή την χαρακτηριστικά γυναικεία μη ανταγωνιστική χημεία που τα κάνει όλα να μοιάζουν φυσικά και αβίαστα. Τραγουδάνε μαζί και τραγουδάνε η μια στην άλλη. Και στο εξώφυλλο του ντεμπούτου τους όπου είναι πρωταγωνίστριες και οι δύο, αγκαλιά.
Όπως και σε όλα τους τα βίντεο, τα οποία έχει σκηνοθετήσει το ίδιο το γκρουπ, με εξαίρεση το ‘Ur Mum’ (σενάριο-σκηνοθεσία της Lava La Rue) στα οποία τις βλέπουμε να χορεύουν σε λιβάδια, να ξαπλώνουν σε σαιζλόνγκ, να ντύνονται σφουγγαρίστρες και να γίνονται αστακοί-σε μία από τις κινηματογραφικές μεταξύ άλλων αναφορές που θα βρείτε μέσα στα τραγούδια τους.
Θέλουν επίσης και μια εταιρεία που σε αυτή την περίπτωση έκανε καλά τη δουλειά της, είδε τι έχει στα χέρια της και έριξε λεφτά -που δεν είχε ακόμη- στη σωστή κατεύθυνση. Δηλαδή την Αμερική. Γιατί για κάθε βρετανική μπάντα το να ‘break America’ ήταν ανέκαθεν το πολυπόθητο. Δύο αμερικάνικες τουρ στο βιογραφικό τους (η δεύτερη εξολοκλήρου ως headliners) πριν καν σχεδιάσουν την πρώτο φουλ UK περιοδεία δεν είναι και μικρό πράγμα. Και κάνει φυσικά δουλειά η όποια προώθηση, αλλά την περισσότερη δουλειά την έκανε το ίδιο το γκρουπ.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την κυκλοφορία του άλμπουμ, έδωσαν όλη τους την ενέργεια, δημιουργικότητα και δυναμική και εξελίχθηκαν στην (ανοδική) πορεία επίσημα πια ως ντουέτο &band, χωρίς αυτό να αφαιρεί κανένα credit από τους υπόλοιπους τρεις μουσικούς, δούλεψαν μεταξύ άλλων την σκηνική τους παρουσία και εκμεταλλευόμενες την ιδιαίτερη σχέση τους άρχισαν να φέρνουν μαζί τους κάτι από την προσωπικότητα τους και τελικά βρήκαν την αυτοπεποίθηση που απαιτούν κοινό και μουσικά media.
Οι Wet Leg έγιναν το φουλ πακέτο πριν ακόμη ακουστεί στο φουλ το πολυαναμενόμενο πρώτο άλμπουμ που δεν θα μπορούσε παρά να φέρει ως τίτλο το όνομά τους.
Το οποίο δεν κρύβει κάποιον συμβολισμό, αλλά μάλλον εκφράζει το πνεύμα και την διάθεση τους. Έχοντας ζηλέψει το emoji-καλαμαράκι με το οποίο συνοδεύουν οι Squid το όνομά τους στα social, είπαν να βαφτίσουν την μπάντα τους δοκιμάζοντας πιθανούς emojo-συνδυασμούς. ‘Όπως οι ίδιες λένε ‘Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, να είχαμε κρατήσει το Wet Aubergine’
Το άλμπουμ ήταν έτοιμο ήδη από τον περασμένο Απρίλιο μιας και το απολύτως ταιριαστό και κατάλληλο χέρι της Domino τις είχε αρπάξει από το ’20. Οι καινούριες σε μας μπάντες δεν εμφανίζονται από το πουθενά, έχουν συνήθως διανύσει κάποια μουσικά χιλιόμετρα.
Αλλά στην περίπτωση αυτή όλα έγιναν με ταλέντο, τύχη αλλά και τέλειο timing, ξεκινώντας από την παραγωγή του Dan Carey, παραγωγού μεταξύ άλλων και του εξαιρετικού ‘Bright Green Field’ των Squid.
Ως γνωστόν όταν περνάς καλά βγαίνει προς τα έξω, έτσι δεν υπήρχαν και πολλοί λόγοι να μην τις και τους συμπαθήσουμε, υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι που να τις και τους αγαπήσαμε
Πρώτα απ’όλα γράφουν τα τέλεια, παρά λίγο ποπ αλλά with a twist τραγούδια. Παρά τους χαριτωμένα αόριστους στίχους-παιχνίδι με τις λέξεις του ‘Chaise Longue’ και το αναφορικό, από Mean Girls μέχρι dating apps και chat up lines αυθάδες χιούμορ τους, οι στίχοι είναι στην πλειοψηφία των κομματιών βγαλμένοι από την ζωή, έξυπνοι και real.
‘Έτσι, τα τραγούδια τους μετατρέπουν τις σκέψεις που δεν γίνεται να πούμε φωναχτά, σε ευχάριστα και empowering -και καμιά φορά ακατάλληλα για όλες τις ώρες-sing along από το ‘what makes you think you’re good enough to think about me when you’re touching yourself?’,τον αγαπημένο μου στίχο που άργησε 30 χρόνια και το ‘I don’t need a dating app…to tell me if I’m thin or fat, to tell me should I shave my rat’ ως το τόσο απλό και ειλικρινές στην ανοησία του ‘I hope you choke on your girlfriend’.
Μιλάνε για ατυχείς νεανικές σχέσεις και πρώην που για να νοιώσουν καλύτερα πρέπει να βγάλουν εμάς λάθος (‘Piece of shit’,’Loving you’, ‘Ur Mum’ ) την μετάβαση από την εφηβεία στα Good times all the time 20s ώσπου στα σχεδόν 28 αναρωτιέσαι τι σου φταίει ξαφνικά και δεν περνάς και τόσο καλά (‘Angelika’, ‘I don’t wanna go out’) μέχρι παίρνεις την απόφαση να αποδεχτείς τελικά τον εαυτό σου (‘Too Late’). Mιλάνε για την γενιά τους και για την εποχή μας (‘Oh No’, ‘Wet Dream’, ‘Supermarket’) κι έτσι εύκολα καταφέρνουν και γίνονται relatable καλύπτοντας όλο το φάσμα, από Generation X ως Ζ.
To ‘Wet Leg’ μπαίνει κατευθείαν στο ψητό ξεκινώντας με μια νωχελική Courtney Barnett αφήγηση τύπου ‘σηκώθηκα χάλια σήμερα’ που καταλήγει πως ‘I kinda like it cause - it feels like being in love’. Και χωρίς καθυστέρηση περνάμε στο ‘Chaise Longue’ στην ό,τι πρέπει θέση του track 2 ώστε να ‘βγει από τη μέση’ και να συγκεντρωθούμε στα επόμενα, κάποια επίσης γνωστά και κάποια όχι ακόμη, 10 κομμάτια. Στη συνέχεια οι τόνοι χαμηλώνουν όσο πρέπει με το ‘Angelica’ και το ακόμη πιο χαλαρό ‘I don’t wanna go out’, που περιστρέφεται πολύ όμορφα γύρω από το γνώριμο ριφ του ‘Man who Sold the World’ (περισσότερο Nirvana παρά Bowie εδώ).
Και ξανα-ανεβαίνουν με το προσωπικό μου αγαπημένο ‘Wet Dream’, όπου η πρωταγωνίστρια μίας φαντασίωσης περνάει στην απέναντι πλευρά και γίνεται θεατής της (σ.σ. την επόμενη φορά που θα τσεκάρετε το ινστα σας ρίξτε μια ματιά στο προφίλ ‘beam_me_up_softboi’ και το ‘I got Buffalo 66 on DVD’ θα βγάλει περισσότερο νόημα).
Στο ‘Convincing’ ακριβώς στη μέση η Hester Chambers σε πρώτη φωνή παραπέμπει σε κάτι πιο grungy- σε μία βρετανική εκδοχή του τώρα- αποκαλύπτοντας πολλές ακόμη δυνατότητες που περιμένουν να αξιοποιηθούν.
To ‘Loving you’ είναι μία τέλεια ποπ μελωδία που αποφεύγει να γίνει εντελώς sugar & spice ή ξέγνοιαστο-με τον ίδιο τρόπο που π.χ. μας χαλάει την ΄λιακάδα’ η Bethany Cosentino στις καλύτερες στιγμές των Best Coast - αλλά διατηρώντας μια μικρή νεανική αφέλεια που είναι και ένα από τα μοτίβα του δίσκου.
Από εκεί και ύστερα μπορεί το αυτί σας να πιάσει κάτι από Blur (ή και Elastica) μέχρι Le Tigre στα ‘Ur Mum’και ’Oh No’ και κάτι από Pavement-όπως ίσως και το αυτί της Domino-στο ‘Supermarket’, μία ευχάριστη ωδή όχι τόσο στον καταναλωτισμό αλλά περισσότερο στην διέξοδο και αναψυχή που προσέφερε τις μαύρες μέρες του σκληροπυρηνικού lockdown.
Tα ‘Piece of shit’ (you either sink or float) και ‘Too Late’, το ιδανικό φινάλε ενός ντεμπούτου που άνετα σε κάνει να θες κι άλλο, είναι για μένα τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ από όλες τις απόψεις: δυνατά (δυναμώνουν κι άλλο live) και καλογραμμένα, με υπέροχες κιθάρες και στίχους που δεν αφαιρούν τίποτα από την σοβαρότητα των θεμάτων τους κι ας μην είναι κατ’ επιλογή οι ίδιοι υπερβολικά ‘σοβαροί’ ή ευάλωτα συναισθηματικοί.
Αν λοιπόν δεν σας φτάνουν τα παραπάνω, ακούστε και τα δύο bonus tracks της Deluxe έκδοσης, ‘It’s not fun’ και ‘It’s a shame’ και πάτε και μια βόλτα στο YouTube για μερικά ακόμη unreleased κομμάτια, δικά τους αλλά κα διασκευές, όπως ‘Psycho Killer’, ‘Material Girl’ και την super-fun live εκτέλεση του ‘Life is a Rollercoaster ‘του Ronan Keating.
Τελικά είναι ο ήχος τους αμερικάνικα κιθαριστικός ή βρετανικά εκκεντρικός;
Τελικά τίθενται ακόμη τέτοια ερωτήματα ή είναι 90s μουσικά υπαρξιακά κατάλοιπα που συζητάμε ακόμη οι 40+ και για τους υπόλοιπους δεν υφίσταται καν;
Στην περίπτωση των Wet Leg αν και η γενική αισθητική τους είναι εντελώς 90s (είναι και της μόδας άλλωστε), η αλήθεια είναι ότι με εξαίρεση την Bjork με την οποία η Teasdale είχε κόλλημα στα 15 της και τους Beastie Boys δεν αναφέρουν και πολύ την συγκεκριμένη δεκαετία στις βασικές μουσικές επιρροές τους, παρά φιλτραρισμένη μέσα από τις επόμενες δύο.
Η έμπνευση τους ήρθε μεταξύ άλλων από τους Big Thief και την Adrianne Lenker, τις Dream Wife, τους Strokes και τους Idles (στους οποίους έπαιξαν και σαπόρτ το περασμένο φθινόπωρο), τους Soft Hair των LA Priest και Connan Mockasin, το pop supergroup της παιδικής τους ηλικίας Steps και για feelgood κομμάτι ονομάζουν το ‘Yes Sir, I can Boogie’.
Τελικά νομίζω ότι τα 90s αξίζουν το credit τους αν μη τι άλλο γιατί έχουμε τώρα μπάντες που δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ερωτήματα σαν αυτά και φτιάχνουν μουσική που έχει πάρει κάτι από ό,τι μας άφησαν μουσικά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Μπορεί το μυστικό της επιτυχίας να είναι το να είσαι ο εαυτός σου μέχρι που κάποια στιγμή όλα θα συμβούν εκεί που δεν το περιμένεις.
Βοηθάει όμως και το να γράφεις όμορφα κλασσικά καθαριστικά κομμάτια για όλη την (ίντι) οικογένεια, με φρέσκια προσέγγιση, ακαταμάχητα φωνητικά, πιασάρικους αλλά ευφυείς στίχους και να είσαι ανεπιτήδευτα κουλ.
Και πάνω απ’ όλα να το ευχαριστιέσαι.
ΥΓ- Το άλμπουμ μόλις έγινε νο1 στα επίσημα UK charts περνώντας τον Father John Misty και τον Jack White σε ένα ολοκαίνουριο και εξολοκλήρου Independent Top 3. Για αυτή την βδομάδα λοιπόν η χώρα απολαμβάνοντας ένα ηλιόλουστο πασχαλινό τετραήμερο δίνει τόπο στα νιάτα.