H μουσική στον ερωτικό κινηματογράφο
Και σ' αυτό το είδος έγιναν αξιόλογες μουσικές επενδύσεις. Του Αντώνη Ξαγά
Σαν παλιό σινεμάαα...
Το κουδούνι χτυπάει και η κυρία σπεύδει να ανοίξει την πόρτα στον υδραυλικό ελαφρώς αφηρημένη, έχει ξεχάσει να φορέσει οτιδήποτε άλλο πλην ενός ανοιχτού αεράτου πουκαμίσου (και του αρώματός της υποθέτουμε). Ο αρχικά σαστισμένος μεροκαματιάρης γρήγορα θα υποκύψει συμβιβασμένος με τους κινδύνους του επαγγέλματος. «Έλα, βγάλε τα εργαλεία σου, δε θα μου τη φτιάξεις τη βρύση;» Σκηνές βγαλμένες από τη ...ζωή. Και μετά τα ηνία παίρνει η δράση, ..... (αιδώς, σεμνότης, ηθική), μαζί και ένα ηδυπαθές αργό σαξόφωνο οποίο στρώνει το χαλί για να πατήσουν οι αναστεναγμοί. Είναι που κάποιοι λένε ότι μια μεγάλη διαφορά του σινεμά από τη ζωή είναι ότι η δεύτερη σπάνια έχει το κατάλληλο soundtrack. Ισχύει, όχι πάντοτε όμως...
«Σαν παλιό σινεμάαα» τραγουδούσε ο Βασίλης Λέκκας στην «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι, σε παλιά σινεμά πράγματι ξεκίνησε και η κυρίως ειπείν πορνογραφία, βέβαια αυτοί οι σινεμάδες δε μύριζαν ακριβώς αγιόκλημα και γιασεμί όπως θέλει ο μύθος, εκεί κυριαρχούσαν άλλου τύπου μυρωδιές. «Ήταν ωραία χρόνια εκείνα. Αγνά. Ηθικά. Με τσόντα βασισμένη στην ελληνοχριστιανική παράδοση και ιδεώδη» (sic), η ατάκα του Κώστα Γκουζγκούνη από την ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη «Ήταν άξιος» θέτει τη νοσταλγία ακόμη και στην τσόντα. Γιατί ακόμη κι εκεί τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Ποτέ δεν είναι έτσι κι αλλιώς...
Κάποτε λοιπόν υπήρχαν οι κινηματογράφοι. Σε ύποπτα στενά, κυρίως γύρω από την Ομόνοια (κοινωνική προσφορά της πρωτεύουσας στην επαρχία), δυο έργα καράτε-σεξ, ένοχα βλέμματα, σκυφτές φιγούρες, κάποια θλιβερά και θλιμμένα απομεινάρια τους υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Γιατί μετά ήρθε στα 80s η επέλαση του βίντεο-κλάμπ, του βολικού (για προφανείς λόγους) ιδιωτικού κινηματογράφου. Τηλεκοντρόλ στο χέρι για fast-forward στις επίμαχες σκηνές, VHS φαντασιώσεις σε σύστημα pal και secam, η «Παπαρήγα η καλή» (κλείσιμο ματιού στην γενιά των Απαράδεκτων), άφθονες οι παραγωγές, κυρίως εισαγόμενες, όπου οι «μεταφραστές» έδιναν ρέστα για να τραβήξουν το ενδιαφέρον του πελάτη, τα λογοπαίγνια συναγωνίζονταν το ένα το άλλο σε οργιώδη φαντασία και ξέσαλη γραφικότητα («Στο τραίνο θα στον σφυρίξω τρεις φορές», «Το σκληρό πουλί της νιότης», «Τι σου ‘κανα και χύνεις» ή -I rest my case- «Ο Παλούκυ Λουκ και οι Τρεις Βάλτον στην Άγρια Στύση»).
Και μετά ήρθε το Ιντερνέτ... Και η νέα ψηφιακή εποχή, και το downloading που όλα τα ανακάτεψε και τα εκδημοκρατικοποίησε (για όσους χρησιμοποιούν ελαφρά τη καρδία τον όρο «δημοκρατία»). Όπως και να ‘χει η αλλαγή αυτή δεν υπήρξε μόνο ποσοτική, με μια αφθονία προσφοράς, όσο ακραία και διεστραμμένη, να είναι διαθέσιμη με λίγα κλικ μέσα από το νέο μπανιστίρ ντουλάπ, το PC. Ήταν και ποιοτική. Διότι πλέον το μέσο παραγωγής, η κάμερα, πέρασε στον κόσμο, σε ένα είδος selfie «πορνογραφίας από τα κάτω» με τον θεατή να γίνεται δυνητικά και δημιουργός. Πόσο μάλλον σήμερα, στην εποχή του like-ισμού και της γενιάς του Εγώ, όπου το φιλοθεάμον κοινό έχει πλέον απαιτήσεις amateur αυθεντικότητας από το πορνό του (έστω και τύπου reality ή κρυφής κάμερας από έναν εκδικητικό πρώην). Τέρμα λοιπόν το ψεύτικο, το υποκριτικό, τώρα θέλουμε μόνο το real thing. Όχι πια τέχνη, μόνο σεξ...
Πορνογραφία σημαίνει...;
Πριν πιάσουμε το βασικό μας θέμα είναι δύσκολο να αποφύγουμε έστω να θωπεύσουμε αυτό το καθοριστικό ζήτημα: που μπαίνει η κόκκινη διαχωριστική γραμμή; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο σημείο πέραν του οποίου αφήνεις πίσω σου την επικράτεια της τέχνης και μπαίνεις ιδίαν ευθύνη στη χώρα της πορνογραφίας; Έχει ειπωθεί από πολύ σοβαρά χείλη ότι ναι, η πορνογραφία μπορεί να μην ορίζεται με σαφήνεια, αλλά αν κάποιος τη δει την αναγνωρίζει αμέσως. Και πράγματι, ο αφορισμός έχει βάση, ειδικά στις «ακραίες» περιπτώσεις.
Υπάρχει όμως και μια γκρίζα περιοχή, όπου τα πράγματα είναι μάλλον συγκεχυμένα. Και αυτό πιθανώς οφείλεται στο ότι αν σκαλίσουμε βαθύτερα το ερώτημα, στο κουκούτσι του θα βρούμε ένα άλλο, ευρύτερο και πιο θεμελιώδες, το οποίο ταλανίζει ακόμη όσους ασχολούνται με την τέχνη γενικότερα, από τους κριτικούς μέχρι τους ...παπάδες της ενορίας (κι ας επιβάλλεται συνήθως η άποψη των δεύτερων): μα, είναι αυτό τέχνη; Όπου η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί ερήμην των κοινωνικών συμφραζομένων, το περιεχόμενο της θα εξαρτάται άμεσα και άρρηκτα από την εποχή, τον τόπο, την ιδεολογία. Και το ίδιο ισχύει και για τον ερωτισμό και την απεικόνιση του, πορνογραφική ή μη. Έτσι πορνογραφία δεν σημαίνει μόνο συνουσία αλλά σημαίνει «στην ουσία φωτογραφία σημάδι των καιρών», όπως λέει και το ομώνυμο άσμα του Χατζιδάκι (με στίχο του Άρη Δαβαράκη).
Το πρώτο ελληνικό κινηματογραφικό γυμνό το 1931 στο «Δάφνις και Χλόη» σόκαρε, μια εποχή όπου ένας γυμνός αστράγαλος αρκούσε για να ξεσηκωθούν ανομολόγητες επιθυμίες. Τα soft πορνό της δεκαετίας του ‘70 σήμερα βλέπονται εντελώς αθώα και θα άφηναν παγερά αδιάφορο και ...ασήκωτο έναν μέσο σύγχρονο έφηβο, τότε όμως ξεσήκωναν κύματα τσουνάμι σε πάθος και αντιδράσεις. Και στους σημερινούς καιρούς; Τι θα θεωρούσαμε πορνό; Χμμ, τι θα λέγατε για τον Lars von Trier; Πρόκληση για την πρόκληση; Δεκτόν. Να πάμε σε κάτι πιο «ψαγμένο» και πειραματικό; Οι ταινίες του αρπακτικού που λέγεται Lydia Lunch με τον Richard Kern Πανκ σινεμά; Μήπως μας αρκεί να υπάρχει μια «υπόθεση» στο έργο, έστω και στοιχειώδης; Ένα κάποια νόημα; Όπως στο «9 songs» του Michael Winterbottom; Εκεί όπου οι πρωταγωνιστές πάνε από κρεβάτι σε συναυλία των Franz Ferdinand και των Primal Scream και τούμπαλιν (σε μια προσπάθεια ...αναίρεσης του indie ασεξουαλισμού;) Κι αν όμως το περιορίσουμε στις ταινίες οι οποίες ανοιχτά επιδιώκουν την πρόκληση και τον ερεθισμό του σεξουαλικού ενστίκτου, γιατί αυτό πρέπει να θεωρηθεί υποτιμητικό εξ ορισμού; Και οι ταινίες θρίλερ εξίσου απροκάλυπτα στο ένστικτο του φόβου δεν στοχεύουν; Μήπως τελικά κάποια ένστικτα, λόγω ίσως και θρησκευτικών ενοχικών καταλοίπων, τα κατατάσσουμε ενστικτωδώς και αβασάνιστα στα κατώτερα; Οι οριστικές απαντήσεις παραμένουν ανοιχτές και εννοείται απόλυτα προσωπικές...
Μόνο το σεξ δε φτάνει να ενώσει δύο καρδιές** (γι’ αυτό βάλε και λίγη μουσική)
Πάντως και υπόθεση τελικά να μην υπάρχει, οι περισσότερες ταινίες έχουν και τη μουσική τους. Όπου ο ρόλος της μπορεί να είναι από εκείνον της απλής θεραπαινίδας έως και εκείνος της πρωταγωνίστριας. Γενικότερα πάντως υποστηρίζω την άποψη ότι δεν υφίσταται «κινηματογραφική» μουσική, ότι αυτή είναι μια καταχρηστική και μάλλον αυθαίρετη σύμβαση η οποία μπορεί και να υποβιβάζει τη μουσική στη λειτουργία μιας χρηστικής τεχνικής. Δεν είναι άλλωστε λίγοι, ακόμη και μεγάλοι μάστορες των soundtrack οι οποίοι έβαζαν τον αυτόματο πιλότο σε ετοιματζίδικες συνταγές σύνθεσης. Ειδικά από τη στιγμή που παρατηρείται το φαινόμενο συγκεκριμένα είδη μουσικής ή ήχων να ταυτίζονται με συγκεκριμένα είδη ταινιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ερωτικός κινηματογράφος δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, έχει και αυτός τις δικές του συμβάσεις και στερεότυπα (πόσο μάλλον όταν μιλάμε για το είδος το οποίο κατά βάση αποθεώνει τα κυρίαρχα σεξιστικά πρότυπα της εκάστοτε κοινωνίας). Έτσι υπάρχει έως και ρυθμός καταγεγραμμένος ως «porn groove», ο οποίος χαρακτηρίζεται από funk παθιάρικες μπασογραμμές (από το fuck ένα ...γράμμα δρόμος), ηλεκτρικές κιθάρες με μπόλικο wah-wah, κάποιες πινελιές από τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε σύνθια και, ναι, συχνά το αναπόφευκτο σαξόφωνο. Ένας ήχος ο οποίος διαμορφώθηκε και κυριάρχησε ειδικά στη λεγόμενη και Χρυσή Εποχή αλλά και στις ταινίες οι οποίες τη νοσταλγούν (βλέπε π.χ. «Boogie Nights»). Χρυσή Εποχή; Ναι, είπαμε, υπήρξε και τέτοια.
Γιατί όσο κι αν πορνογραφία και ερωτική τέχνη υπήρχαν όχι μόνο από τότε που πρωτοεφευρέθηκε το φιλμ, αλλά από τότε που ο πρώτος μας Νεάντερταλ πρόγονος ζωγράφιζε στον τοίχο της σπηλιάς του (υπομένοντας και τη γκρίνια της γυναίκας «αντί να κάθεσαι βρε αχαΐρευτε να ζωγραφίζεις, δεν πας να κυνηγήσεις κα’να μαμούθ να φάμε και τίποτις;»), το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου συνέβη τότε, στη δεκαετία του ‘60. Όταν μαζί με την πολιτική συνειδητοποίηση και εξέγερση (η οποία έμεινε στο δρόμο από λάστιχο με τα γνωστά σήμερα αποτελέσματα), τα παιδιά του μεταπολεμικού baby boom θα ανακαλύψουν (με λίγη βοήθεια από τη φαρμακευτική χημεία) ότι το σεξ δεν είναι μόνο για την αναπαραγωγή. Και ούτε μόνο για απόλαυση. Το σεξ και ο ελεύθερος έρωτας επαν-εφευρίσκονται ως πολιτική πράξη και ως αντικομφορμιστική πρόκληση απέναντι στο πουριτανικό κατεστημένο. Μέσα σε αυτό το κλίμα εμφανίστηκαν και οι πρώτες πορνοταινίες οι οποίες ξέφυγαν από το underground, προβλήθηκαν σε «κανονικούς» κινηματογράφους και αποτέλεσαν μαζικά κοινωνικά φαινόμενα.
Ταινίες όπως το «Βαθύ Λαρύγγι», «Ο διάβολος στην κυρία Τζόουνς», «Πίσω από την πράσινη πόρτα» ουσιαστικά άνοιξαν το δρόμο για να στηθεί μια γιγαντιαία βιομηχανία, με τους δικούς της αστέρες (από την Linda Lovelace έως τον John Holmes), τα δικά της βραβεία και φυσικά με τεράστια έσοδα αλλά και πολλά άπλυτα πίσω από την ωραιοποιημένη βιτρίνα (με σκληρή εκμετάλλευση, εμπλοκή της μαφίας και άλλα τέτοια ωραία από εκείνα που νομοτελειακά εμφανίζονται όπου υπάρχει άφθονο χρήμα). Όλη εκείνη η εποχή, χοντρικά οριοθετούμενη μεταξύ 1973 και 1980, έμεινε στην ιστορία ως Χρυσή. Και όχι μόνο στις ΗΠΑ. Και στην από δω πλευρά του Ατλαντικού διαμορφώθηκαν σχολές με διακριτά κιόλας χαρακτηριστικά, με τον γαλλικό αισθησιακό κινηματογράφο (μέλοντι ντ’ αμούρ σαντέ λε κερ ντ’ Εμανουέλ) να δίνει τον κύριο, πιο ρομαντικό τόνο και από δίπλα τη γερμανική και την πιο μεσογειακή αλέγρα ιταλική (κι ένα trivia: το πασίγνωστο «Mahna mahna» του Muppet Show προέρχεται από την ιταλική softcore ταινία «Sweden: Heaven and hell»). Και όλες αυτές οι ταινίες, οι περισσότερες τουλάχιστον, είχαν και soundtrack. Πρωτότυπα. Κάποια εξ αυτών και αξιοπρεπή έως και θαυμάσια (μερικά τα επιλέγουμε στην επισυναπτόμενη λίστα).
Με τα χρόνια να περνάνε και τη βιομηχανία ολοένα να γιγαντώνεται και να εξαπλώνεται, η μουσική, ειδικά στις πιο ...στοχευμένες (διάβαζε hardcore) παραγωγές έπαιζε πλέον έναν εντελώς συνοδευτικό ρόλο, χωρίς πολλές-πολλές απαιτήσεις, τις περισσότερες φορές ήταν μια βαρετή new age σούπα η οποία έκανε τη muzak μουσική για ασανσέρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία να ακούγεται συναρπαστική (ωραία μέρη για σεξ παρεμπιπτόντως) και τον Γιώργο Κατσαρό να φαντάζει Coltrane. Και κάπως έτσι, σε αυτή την παρακμιακή πορεία κινούνται τα πράγματα μέχρι και σήμερα, προστίθενται βέβαια στο ρεπερτόριο και νεότερα είδη, φτηνό electro, κακό σκληρό ροκ (ακούστε τι έκανε π.χ. ο Eddie Van Halen για την ταινία «Sacred Sin») και κυρίως hip-hop, το οποίο αποτελεί στις μέρες μας την πιο διαδεδομένη επιλογή για «βρώμικες» μουσικές επενδύσεις (ιδιαίτερα το παρακλάδι του το οποίο αποκαλείται για ευνόητους λόγους «dirty rap»).
Ο επιμένων ελληνικά
Καλά μας τα είπε λοιπόν ο πάντα άξιος Γκουζγκούνης, που του έχει βγει και τσάμπα το όνομα, στην πραγματικότητα είχε συμμετάσχει μονάχα σε μία σκληροπυρηνική ταινία, τον «Ηδονοβλεψία». Και με τούτη την αφορμή να έρθουμε και στα δικά μας τα νερά. Όπου ο ελληνικός κινηματογράφος γενικότερα ακολουθούσε, σεμνά και ταπεινά και όσο επέτρεπε η σεμνοτυφία και η λογοκρισία, τα χνάρια του ξένου (και κυρίως του γαλλικού), μια άκρη στήθους εδώ, ένα μπούτι παρακάτω, όσο περισσότερο μπαίναμε στα 70s τα ήθη χαλάρωναν, εμφανίστηκαν μάλιστα και αρκετές αξιόλογες δουλειές οι οποίες θα κατατάσσονταν στην κατηγορία του softcore σινεμά, με πρωταγωνίστριες όχι μόνο στο πανί αλλά και στα υγρά όνειρα των θεατών, όπως η Ελένη Ανουσάκη («Διαμάντια στο γυμνό κορμί της»), η Άννα Φόνσου («Το κορίτσι και το άλογο» με τη μουσική του Γεράσιμου Λαβράνου) και πάνω απ’ όλες η Έλενα Ναθαναήλ. Παράλληλα αναδείχθηκαν και ...ειδικευμένοι σκηνοθέτες όπως ο Ηλίας Μυλωνάκος, ο Παύλος Παρασχάκης και ο Όμηρος Ευστρατιάδης, ενώ κάπου εκείνη την εποχή εμφανίζεται και ο μοναδικός (και αμετάφραστος) όρος «τσόντα», ο οποίος ουσιαστικά αναφέρεται σε εμβόλιμα πλάνα σκληρού πορνό σε «κανονικές» ταινίες, μια κοπτοραπτική η οποία πολλές φορές γινόταν live στο ίδιο το σινεμά και με το φόβο της αστυνομίας (από την πρακτική αυτή προέρχεται και ο αστικός μύθος για διάσημες ελληνίδες ηθοποιούς οι οποίες είχαν δήθεν γυρίσει πορνοταινίες).
Η οποία ελληνική τσόντα αποτελεί ένα άλλο, καθαρά δικό της κεφάλαιο. Αναπτύχθηκε κυρίως στα 80s, στο κλίμα της ...εθνικής υπερηφάνειας και του «ο επιμένων ελληνικά», ακόμη και στο κινηματογραφικό σεξ. Το αποτέλεσμα; Πως είναι με το ποδόσφαιρο; Όπου βλέπεις Champions League και μετά ελληνικό πρωτάθλημα και αναρωτιέσαι «παίζουν αυτοί το ίδιο άθλημα»; Κάπως έτσι. Σκληρή ή μαλακή, η ελληνική πορνοταινία έμοιαζε να είναι εν τω γεννάσθαι καταδικασμένη να γίνει καλτ (μετά από χρόνια μέχρι και φεστιβάλ θα διοργανωθούν προς τιμήν της). Και όχι μόνο χάρις σε τίτλους οι οποίοι πέρασαν και στην λαϊκή λαλιά, όπως «Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει», «Το ρετιρέ της καβάλας», «Το παλαμάρι του βαρκάρη» (όπου ακόμη να ξεπεράσω τη σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές νοικιάζουν θαλάσσιο ποδήλατο στην παραλία των παιδικών διακοπών μου στο Τολό της Αργολίδας). Οι ταινίες αυτές ήταν κατά κανόνα μια σκληρή δοκιμασία ακόμη και για το ίδιο το σεξουαλικό ένστικτο το οποίο (υποτίθεται) ήθελαν να διεγείρουν, η κιτς αισθητική τους μάλλον σαν κρύο ντους λειτουργούσε, με στοιχειώδη μέσα, κακό μοντάζ, ανύπαρκτη πλοκή, διαλόγους στα όρια του γελοίου, κορμιά που δεν τα λες και ...αβάδιστα αγαλματένια από «άγνωστους μάγκες και άσημες μόρτισσες με ψευδώνυμα» (πολλές φορές ξέμπαρκες τουρίστριες που είχαν ξεμείνει από ρευστό). Και, εννοείται, με αδυσώπητα ματσό καταστάσεις.
Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω στο πεδίο, και αδύνατο είναι και σκοπός του άρθρου δεν είναι, όσοι τολμηροί και περίεργοι θέλετε περισσότερα και βαθύτερα υπάρχουν εξαιρετικές κατατοπιστικότατες εκδόσεις επί του θέματος, όπως το «Greek Erotica» (εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος) του Βάσου Γεώργα ή το «Αυστηρώς ακατάλληλον» του Άρη Δημητρίου (εκδόσεις «Οξύ»). Εμείς ας επιστρέψουμε τώρα στην ηχητική μπάντα.
«Είχαν και soundtrack τώρα οι ταινίες αυτές;» θα αναρωτηθείτε ευλόγως. Εάν αναφέρεστε σε πρωτότυπες δημιουργίες ασφαλώς και όχι είναι η απάντηση, που λεφτά για τέτοια μεγαλεία. Μιας όμως που οι παραγωγές ήταν ερασιτεχνικές, ζητήματα με δικαιώματα δεν υπήρχαν οπότε οτιδήποτε κυκλοφορούσε στην επικαιρότητα και κρινόταν (;) κατάλληλο έμπαινε. Το αποτέλεσμα ήταν ένα «ότι να’ ναι» συνονθύλευμα, με ενδιαφέροντα, ξεκαρδιστικά έως και σουρεαλιστικά αποτελέσματα (όπως η κορύφωση του οργίου στο «Μικρόφωνο της Αλίκης» υπό τους ήχους του ...Bolero). Εν γένει χρησιμοποιούνταν φτηνές και άθλιες εκτελέσεις επιτυχιών της εποχής, σε μια πρόχειρη επισκόπηση ανακαλύπτουμε ενδεικτικά το «Eye in the sky» των Alan Parson’s Project («Στην Αθήνα σήμερα όλες τον παίρνουν φανερά»), το «Brother Louie» των Modern Talking, το «What a feeling» της Irene Cara, το «Gold» των Spandau Ballet («Πάρτα όλα») και πολλά-πολλά ακόμη.
Η ηλεκτρονική ειδικά μουσική έχει την τιμητική της, η «Φιλήδονη» π.χ. ξεκινά με το εκπληκτικό «Stratosfear» των Tangerine Dream ενώ το «Ξεσκίστε με» ...ξεσκίζει ολόκληρο το «Rendez-vous» του Jean-Michel Jarre. Από κιθάρες και ροκ δεν βρίσκουμε ούτε ακόρντο, ακόμη και στην ταινία με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο «Οι πανκς τα κάνουν όλα», Eurythmics ακούμε στους τίτλους της αρχής («Sex crime») μεταξύ άλλων συνθετικών σουξέ της εποχής (Propaganda, Χαριτοδιπλωμένος κ.α.). Το αξιοσημείωτο είναι πάντως, ότι παρόλο που η όλη τυπολογία των χαρακτήρων των ταινιών αυτών ήταν (και ήθελε να φαίνεται) λαϊκή, η αντίστοιχη μουσική σπανίως χρησιμοποιούνταν, παρεκτός εάν εξυπηρετούσε άμεσα την ...υπόθεση. Όπως συμβαίνει για παράδειγμα στον «Μανωλιό τον μπήχτη», εδώ το σκηνικό διαδραματίζεται στη λεβεντογέννα Κρήτη, οι δε επιδόσεις του Μανωλιού συνοδεύονται από κρητική λύρα και καίριες μαντινάδες («Γέμισε ο κόσμος πέρδικες /μα που ‘ναι το τουφέκι» ή «βάνει τη χέρα της σιγά στη βράκα/και μου τονε πιάνει»).
Όλα αυτά τα «ωραία» είχαν όμως ημερομηνία λήξης. Και κάπου εκεί στο γύρισμα της δεκαετίας του ’90, λίγο ο φόβος του AIDS αλλά περισσότερο ο καταλυτικός ανταγωνισμός από την ξένη παραγωγή, η οποία πλημμύρισε τα βίντεο-κλαμπ με πορνό τεχνοκρατικής τελειότητας και άσπιλων (έστω χημικά τροποποιημένων) κορμιών, οδήγησε το ντόπιο προϊόν στον μαρασμό και τελικά στην πλήρη εξαφάνιση. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί πάντως μια κάποια αναλαμπή της εγχώριας παραγωγής, ενίοτε και με ονόματα από την show-biz, κράχτες (όπως η Τζούλια Αλεξανδράτου) ή ανθυπο-κράχτες (Ντούβλη ή Πετρούλα «ποιο ήταν το επώνυμο είπαμε;»). Νομίζω μάλιστα κάπου την έχω κατεβασμένη την ταινία της Τζούλιας (άλλωστε ...τραγουδίστρια δεν είναι μεταξύ άλλων;). Και αν θυμάμαι καλά μουσική επένδυση δεν υπήρχε, παρά μόνο αγνός φυσικός ήχος (...Δόγμα 95;), βογκητά και αναστεναγμοί και...
- «Εεπππ, τι κάνεις εσύ εδώ;». Η φωνή της γυναίκας με έβγαλε απότομα από τον συγγραφικό-ερευνητικό οίστρο. «Καλά, τσόντες βλέπεις, πας καλά;».
Αν και αισθάνθηκα σαν αγχωμένο αγοράκι το οποίο πιάστηκε στα πράσα «κλέπτων οπώρας», έσπευσα ψύχραιμα να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, φορώντας συνάμα το πιο αθώο ύφος που διέθετα στο ρεπερτόριο μου:
- «Εεε, δεν είναι αυτό που νομίζεις αγάπη μου, είναι για ένα αφιέρωμα που ετοιμάζω για το SONIK, για τη μουσική στον ερωτικό κινηματογράφο».
- «Καλά, έχω ακούσει δικαιολογίες και δικαιολογίες, αλλά τέτοια πρώτη φορά».
- «Αλήθεια, να και το μέιλ του αρχισυντάκτη με την ανάθεση και τις προθεσμίες».
Κοιτάζει με ένα δύσπιστο και καχύποπτο βλέμμα.
- «Τώρα τι να σας πω. Και καλά εσύ, τον Χάρη τον έχω και για σοβαρό παιδί».
Και σαν να μου φαίνεται ότι στο σημείο αυτό πρέπει να κλείσει το κείμενο τούτο...
10+ δίσκοι ερωτικής ανθολογίας
1. Pierre Bachelet - Emmanuelle (1975)
Γαλλική ποιότητα, μετα-αποικιοκρατικός εξωτισμός από την Ινδοκίνα (γαλλική, δυτική εν γένει εμμονή, από την Ντυράς μέχρι τον Ουελμπέκ και τον σύγχρονο σεξοτουρισμό), κοσμοπολίτικες φαντασιώσεις για την λάγνα οδαλίσκη Ανατολή, τα πλούσια ελέη της μικρής Ολλανδέζας Sylvia Kristel που κόβουν την ανάσα και μια μελιστάλαχτη μουσική από τον Pierre Bachelet (παρόλο που εχμμ έκλεψε λιγουλάκι από τους King Crimson όπως αποφάσισαν και τα δικαστήρια). Η ταινία και η μουσική που ταυτίστηκε απόλυτα με το είδος («Βάλε να δούμε μια Εμμανουέλλα να δούμε»). Αν και στο τρίτο sequel μας αποχαιρέτησε (με μουσική μάλιστα της αυτού ερωτικής μεγαλειότητας Serge Gainsbourg), στην πραγματικότητα οι συνέχειες οι επίσημες θα φτάσουν τις εφτά, τα επόμενα δε χρόνια θα γίνει κάτι σαν την ...Πολυάννα, θα γυρίσει τον κόσμο, η Εμμανουέλλα στην Αμερική, στην Μπανγκόκ, θα συναντηθεί με εξωγήινους και με ...κανίβαλους («Η Εμμανουέλλα και οι τελευταίοι κανίβαλοι» του Joe d’Amato), μέχρι και χρώμα θα αλλάξει (στη «Μαύρη Εμμανουέλλα»/«Emanuelle Nera» όπου τη μουσική θα υπογράψει ο γνωστός μας από «το σπίτι της Ειρήνης» Nico Fidenco). Ο ίδιος ο Bachelet αργότερα και σε ανάλογους δρόμους, θα αναλάβει και τη μουσική για την περιβόητη «Ιστορία της Ο», της ταινίας η οποία έφερε τον σαδομαζοχιστικό ιό στα δυτικά νοικοκυριά πολύ πριν πέσουν πάνω τους οι 50 σκιές του γκρίζου...
2. Manfred Hübler & Siegfried Schwab - Vampyros Lesbos: Sexadelic Dance Party) (1969/1995)
Πανέμορφα, σουρεαλιστικά πολύχρωμα πλάνα, σκηνές μοναδικής εικαστικής γοητείας και ατμόσφαιρας συναντάμε σε αυτή τη διαβόητη ταινία τρόμου του Jess Franco, η οποία συνδυάζει μοναδικά τον μύθο του Δράκουλα και της Σαπφούς (γυρίστηκε πάντως στην Τουρκία και ουχί στο νησί μας). Η δε μουσική είναι πανταχού παρούσα, ένα διονυσιακό μείγμα μιας διόλου τρομακτικής acid jazz-pop, με πολλά πνευστά, σιτάρ, ...κριθάρ, τι πιο κατάλληλο υπόστρωμα για τις περιπέτειες μιας αθώας αμερικανίδας στα χέρια μιας λεσβίας βαμπίρ. Το δισκάκι αυτό βγήκε το 1995, στην πραγματικότητα περιέχει μουσική και από άλλες ταινίες του Franco και γνώρισε απρόσμενη επιτυχία στους καιρούς της πολλοστής αναβίωσης της ψυχεδέλειας.
3. Deep Throat OST (1972)
Τιμής ένεκεν μπαίνει στη λίστα αυτό το soundtrack, μπορούσε να λείπει η πιο γνωστή πορνοταινία όλων των εποχών, η οποία μέχρι και δόκιμος πολιτικός όρος έγινε; Η ιστορία της άτυχης Linda η οποία βρέθηκε να έχει την ...κλειτορίδα στον λαιμό έκανε κυριολεκτικά τα ταμεία να κουδουνίζουν χαρούμενα από το ρευστό που εισέρεε, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής ήταν μόλις 22.500 δολάρια. Άλλα 25 χιλιάρικα κόστισε η μουσική, πεταμένα λεφτά γιατί το αποτέλεσμα ήταν μάλλον ανέμπνευστο και τίγκα στα κλισέ (και δεν υπογράφεται και από κανέναν). Βέβαια μη νομίσει κανείς ότι η Linda Lovelace υπήρξε καμία απελευθερωμένη επαναστάτρια του έρωτα, λίγα χρόνια μετά στην αυτοβιογραφία της τράβηξε την κουρτίνα του εξωραϊσμού και αποκάλυψε τα βρώμικα παρασκήνια: «Όταν βλέπετε την ταινία «παρακολουθείτε το βιασμό μου. Έπαιζα με το πιστόλι στον κρόταφο».
4. Gert Wilden & Orchestra - Schulmäedchen Report (Schoolgirl Report) (1968-1972/1996)
Με μια κλασική αντρική φαντασίωση παίζει αυτή η γερμανική σειρά ταινιών σε μορφή ψευδο-ντοκιμαντέρ, αυτή της άτακτης (με τη σεξουαλική έννοια) μαθήτριας (κατάλοιπο υποθέτω από το σχολείο όπου σπανίως μας καθόταν η ωραία της τάξης). Υπεύθυνος για τη μουσική ήταν ο Gert Wilden, ένας συνθέτης φασόν θεμάτων για τηλεόραση, για σειρές, σόου ακόμη και διαφημίσεις (αναζητήστε τη συλλογή «Pop shopping» αν ενδιαφέρεστε), ο οποίος ανακάτευε μια ποικιλία ειδών σε ένα διασκεδαστικό χαρμάνι το οποίο θα μπορούσε να το πει κανείς eurojazz (ναι υπήρχε και τέτοιο είδος, θυμάται κανείς τον James Last;). Το δε θέμα των τίτλων είναι μια μπλουζιά ολκής πολύ κοντά (εχμμ ύποπτα κοντά) στο «On the road again» των Canned Heat. Μικρό το κακό, θα τον συγχωρέσουμε τον τύπο που έγραψε και τη μουσική για την παιδική μας Heidi...
5. Gerhard Heinz – Sex Fever (Die Insel der Tausend Freuden) (1978/2014)
Να ένα αντικείμενο το οποίο θα διέγειρε πολλούς συλλέκτες-φετιχιστές. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε αυτούς του βινυλίου, ο δίσκος αυτός, περσινή έκδοση από μια αυστριακή εταιρεία, έρχεται όχι μόνο σε ροζ χρώμα αλλά και συνοδεία ...δονητή. Πέρα όμως από το πιπεράτο περιτύλιγμα, υπάρχει και περιεχόμενο, το soundtrack είναι από τα αγαπημένα μου της εποχής, τα 70s γενικότερα είναι ένα πραγματικό χρυσωρυχείο του είδους. Ο Gerhard Heinz εδώ κάνει επίδειξη ικανοτήτων έτσι όπως σερφάρει ανάμεσα στα είδη, η μουσική του πιάνει από μελό θέματα αλά-Πλοίο της αγάπης μέχρι ηλεκτρονικές Space βινιέτες και έθνικ-tribal αναζητήσεις. Ο ίδιος έγραψε μουσική για αναρίθμητες ταινίες του ελαφρού κυρίως ψυχαγωγικού σινεμά, ανάμεσα στις οποίες συναντάμε και τίτλους άγνωστους στα μέρη μας όπως «Γυμνοί και καυτοί στη Μύκονο» (ταινία γυρισμένη στη ...Σκιάθο βέβαια) και «Ελληνικά σύκα».
6. Alex Puddu – The golden age of Danish Pornography (1&2) (20)11/2014)
Κι αν σας φαίνεται ότι εδώ πάμε στα ...ειδικά κεφάλαια (μα πορνό από τη Δανία του ...Βορρά;), τα δισκάκια αυτά έχουν το ενδιαφέρον τους. Πρόκειται για μουσική την οποία κλήθηκε να γράψει ο Alex Puddu για την επανέκδοση κάποιων διασωσμένων ταινιών οι οποίες ξαναβρέθηκαν μετά από χρόνια σε κακή κατάσταση και χωρίς ήχο (κάποιες εξ αυτών από την εποχή της πορνο-απαγόρευσης –για τη Δανία πριν το ‘69). Indie και ιταλικής καταγωγής ο ίδιος, έγραψε ένα soundtrack φόρο τιμής όχι μόνο στο porn groove αλλά και στη μουσική των ιταλικών αστυνομικών ταινιών (poliziesco/poliziotteschi), ακολουθώντας όλες τις συμβάσεις για ένα σωστό easy listening αποτέλεσμα. Ποιος άλλωστε θέλει πειραματική μουσική στο σεξ του;
7. Γιάννης Σπανός – Αναζήτησις (1970)
Ηδονοβλεπτική αυτή η ταινία, λίγο ερωτική λίγο αστυνομική του Ερρίκου Ανδρέου και του Κλέαρχου Κονιτσιώτη, με τη Ναθαναήλ να βγάζει τα μάτια του ανδρικού πληθυσμού στο ρόλο μιας βαριεστημένης πλούσιας η οποία παριστάνει το κωλ-γκερλ (κρατώ την ορθογραφία του soundtrack!) για να πλησιάσει τον εξίσου πλούσιο, πολυάσχολο όμως Άγγελο Αντωνόπουλο (και μην αναρωτηθεί κανείς πως βγήκε τέτοια ταινία επί χούντας, το ‘χουμε ξαναπεί: τη χούντα δεν την ενοχλούσε λίγο γυμνό μπούτι ή στήθος). Πανέμορφη η μουσική του Γιάννη Σπανού, στα χνάρια της γαλλικής αισθησιακής σχολής (μη ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Σπανός στο Παρίσι και τις μπουάτ του ανδρώθηκε μουσικά), με το βασικό θέμα να είναι το δικό μας «l’ été grec», μια ηχητική μεταφορά του υγρού και ερωτικού ελληνικού καλοκαιριού.
8. Shortbus OST (2006)
Τελικά τι απέμεινε από τη σεξουαλική απελευθέρωση-επανάσταση του 60; Υπάρχει κληρονομιά ή μήπως η κάθε γενιά οφείλει να ανακαλύπτει το δικό της δρόμο ξανά από την αρχή; Μάλλον προς το δεύτερο κλίνει ο Τζον Κάμερον Μίτσελ, στην ταινία του οποίου πρωταγωνιστής είναι το σεξ όχι μόνο με την παρουσία του αλλά και με την έλλειψη του (αξέχαστη η ζογκλερική ...αυτο-πεολειχία της αρχής). Η με μελαγχολία και τρυφερό χιούμορ απεικόνιση μιας πανσεξουαλικής indie (χίπστερ;) γενιάς η οποία στην αναζήτηση για το διαφορετικό χάνει καμιά φορά τα βασικά. Έχει και Animal Collective στο soundtrack. Και Hidden Cameras. Και Yo La Tengo. Και άλλους.
9. Bernard Purdue - Lialeh OST (1974)
Η Lialeh είναι μια κοπέλα η οποία ονειρεύεται να γίνει soul τραγουδίστρια και γι’ αυτό είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα (κι εννοούμε τα πάντα). Από τα πρώτα αφρο-αμερικανικά τολμηρά φιλμ, σε καιρούς που κάτι τέτοιο δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτο, ευτύχησε να έχει μουσική γραμμένη από έναν από τους πιο σπουδαίους ντράμερ της soul και της funk, μουσική η οποία «μελώνει» με ήχους του blaxploitation και της Stax και μια ρυθμονομία η οποία κινείται σε αργούς παθιάρικους ρυθμούς...
10. Russ Meyer's Lorna/Vixen/Faster, Pussycat! Kill! Kill!-Original Motion Picture Soundtracks (1995)
Στον τάφο του μνημονεύεται ως «King of the Nudies», στα κιτάπια της ιστορίας έχει μπει ως ο πατέρας του sexploitation, αυτός ο λάτρης των μεγάλων βυζιών και των σκληρών και σεξουαλικά απελευθερωμένων κοριτσιών (πολύ πριν εμφανιστεί ο όρος riot grrrls). Οι ηθελημένα low budget ταινίες του έχουν μείνει μνημεία μιας υποκουλτούρας η οποία ποτέ δεν θέλησε να παραστήσει τη μεγάλη σοβαρή τέχνη. Αντίστοιχα ταιριαστή και η μουσική στις ταινίες του, ένα μείγμα ψυχεδέλειας, τζαζ, σερφ και γκαράζ (να το πούμε lo-fi;), συγκροτήματα όπως οι Cramps και σκηνοθέτες όπως ο Tarantino του χρωστάνε πολλά (ειδικά ο Quentin έκανε κυριολεκτικά πλιάτσικο). Στον δίσκο αυτό συγκεντρώνονται δείγματα από τρεις ταινίες από τους καιρούς της ακμής του (1964-1968).
+
ΣΥΛΛΟΓΕΣ
Τελικά ίσως ο καλύτερος τρόπος να εντρυφήσετε στο θέμα να είναι οι συλλογές. Οι οποίες καλύπτουν πραγματικά όλα τα γούστα και στις οποίες μπορείτε να ανακαλύψετε κάμποσα όμορφα ...βότσαλα (νισάφι πλέον με τα διαμαντάκια και τις υπερβολές). Θέλετε π.χ. κι άλλο τευτονικό πορνό eurotrash αισθητικής (μέρες που είναι κιόλας); Η bootleg συλλογή «Nymphomania: Sexy European GoGo Music from the 60's» στα δύο της μέρη θα σας καλύψει πλήρως. Θέλετε ακυκλοφόρητα και σπάνια; Η συλλογή «Upstroke: Porno Groove: The Sound of 70's Adult Films» είναι φτιαγμένη για εσάς, με θέματα τα οποία ηλεκτρίζουν τις αισθήσεις και σε αφήνουν να φαντάζεσαι τα διαδραματιζόμενα στο εκράν μέσα από τίτλους όπως «Grateful Head» ή «Two Is Better Than One». Θέλετε ακόμη πιο ψαγμένα, από no-name δημιουργούς και αμφίβολης προέλευσης b-movies; Σας συστήνω ένθερμα τους δίσκους «Deep Note» και «Inside Deep Note», όπου ανακαλύπτουμε και μουσικές οι οποίες ξεφεύγουν από τη νόρμα του είδους και πηγαίνουν προς πιο weird-freak δρόμους (τσεκάρετε π.χ. εκείνες από το «Orgasmatron 75»). Τέλος, αν είστε αμετανόητος του mainstream και θέλετε τα γνωστά, το «Sex-o-Rama» έχει τα περισσότερα. Όπως και να’ χει, απ’ όλα και για όλους έχει ο μπαχτσές. Σέξυ κι όποιος αντέξει...
* Τίτλος συλλογής των Television Personalities
** Τραγούδι της Άννας Βίσση από το 1988 και τον δίσκο «Τώρα». Καρβέλας στη σύνθεση φυσικά.
(Ελαφρώς τροποποιημένη και εμπλουτισμένη αναδημοσίευση του κειμένου που πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος στο αφιερωματικό τεύχος Οκτωβρίου-Νοεμβρίου "ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΣΕΞ" του περιοδικού SΟΝΙΚ)